Διασταυρούμενα πυρά

εναλλακτικός τίτλος: ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ – σχόλια και πληροφορίες για την κοινωνική και πολιτική ζωή στην Ελλάδα + εκπαιδευτικό υλικό. Oι συνεχείς αλλαγές θα είναι ο κανόνας σ' αυτό το blog επειδή 1. τίποτε δεν είναι τέλειο και 2. στόχος είναι η συνεχής βελτίωση

Tag Archives: δημοκρατία

Η συμμετοχή μου στην εκπομπή του καναλιού της Bουλής “Κάρτα μέλους”

21:00 – 22:25 ο στόχος της ομάδας “Δημοκρατία και Δημοψήφισμα”.
22:25 – 23:15 το δικαίωμα ψήφου των γυναικών στην Ελβετία και τις ΗΠΑ.
23:35 – 24:28 περισσότερη Ευρώπη ή/και περισσότερη Δημοκρατία.
24:32 – 25:46 γιατί δημοψηφίσματα και δεν μας αρκούν οι δημοσκοπήσεις.
25:47 – 26:58 η ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή και ακτοφυλακή.
27:27 – 28:50 δημοψηφίσματα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών.
01:09:29 – 01:11:13 δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός
01:11:14 – 01:12:28 δεν γνωρίζουν οι πολίτες; δημοψηφίσματα και για τα μικρά και για τα μεγάλα.
01:12:29 – 01:13:10 μετακοινοβουλευτισμός – κράτος επιχείρηση με έσοδα έξοδα
01:13:11 – 01:13:34 Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έκδοση χρήματος και ευρωκοινοβούλιο
01:13:42 – 01:15:00 Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία μόνο κάνοντας βήματα προς τη δημοκρατία.
01:15:01 – 01:15:55 αγροτική παραγωγή: και πολιτιστικό ζήτημα.
01:15:56 – 01:16:20 αρκεί που είμαστε καταναλωτές;
01:16:21 – 01:17:10 ενημερωμένοι πολίτες και ενημερωμένοι βουλευτές.
01:29:35 – 01:30:50 επί γης παράδεισος το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης – δημαγωγοί και ακυρωτικό δημοψήφισμα.
01:30:55 – 01:31:07 συνταγματική αναθεώρηση με πρωτοβουλία των πολιτών.
https://www.youtube.com/watch?v=21QkxQOdJfE

Μήπως Είναι Προδότης;

     Όχι, ο Τσίπρας δεν είναι προδότης. Τη δουλειά του κάνει. Το πρόβλημα είναι δικό μας. Αυτός είδε και υποτάχθηκε. Τόχε πει. Η θέση της χώρας, στην ευρωζώνη, είναι δεδομένη. Εμείς δεν το ακούγαμε. Πολύ απλά γιατί μοιραζόμασταν μαζί του το μύθο της υποχώρησης των δανειστών μπροστά στη σθεναρή πολιτική στάση της νέας κυβέρνησης. Της κυβέρνησης της Αριστεράς.

    Κι όμως δεν ήταν δύσκολο να φανταστούμε μια σκληρή στάση απ’ το Σόιμπλε. Τότε γιατί αφεθήκαμε να πιστέψουμε πως θάταν τόσο εύκολο; Δε χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ ο Τσίπρας για να μας πείσει. Γιατί λοιπόν; Δεν ήταν ότι απλά θέλαμε να πειστούμε. Ήταν ότι δεν είχαμε άλλη λύση. Δεν είχαμε φτιάξει άλλη πολιτική λύση. Αλλά και πώς να τη φτιάχναμε;

    Έγινε ένα δημοψήφισμα. Ψηφίσαμε όχι στα μέτρα λιτότητας. Ποιος έχει όμως όχι μόνο το πρώτο αλλά και το τελευταίο λόγο; Ο πρωθυπουργός και όχι ο λαός. Η απόφαση λοιπόν ήταν στα χέρια του Τσίπρα. Και την πήρε.

    Όταν συμμετέχουμε σε μια πολιτική διαδικασία θα έπρεπε ν’ αναζητάμε εγγυήσεις και εξασφαλίσεις. Αυτές ακριβώς που δεν μπορούμε να έχουμε. Γιατί αυτοί είναι επαγγελματίες πολιτικοί και μεις πολίτες. Αυτοί έχουν θεσμούς και μεις είμαστε ανίσχυροι. Κάθε ισχύ μας έχει εκφραστές τους επαγγελματίες πολιτικούς. Είναι δηλαδή εξ αρχής υπονομευμένη.

    Για άλλη μια φορά καταλάβαμε πώς κεντρικό ερώτημα κάθε πολιτικής διαδικασίας είναι το “ποιος αποφασίζει”. Όχι, όπως μας διδάσκουν, το “τι αποφασίζει”. Αυτό είναι δεύτερο. Σημαντικό, αλλά δεύτερο.

    Η εξασφάλιση, η εγγύηση, είναι η ίδια η δημοκρατία ως διαδικασία και όχι οι κάθε φορά πολιτικές αποφάσεις και οι συσχετισμοί σε ολιγαρχικά πολιτικά όργανα.

ΓΙΑΤΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ;

Γιατί οι οικονομικές αποφάσεις-επενδύσεις δεν μπορεί να είνσι αποφάσεις, στη καλύτερη περίπτωση μιας μικρής ομάδας επενδυτών και στη χειρότερη  αποφάσεις ενός ανδρός. Ή αλλιώς γιατί έχει έρθει ο καιρός για δημοκρατία όχι μόνο στη πολιτική αλλά και στην οικονομία.

Μα πώς μπορούν να παρθούν οικονομικές αποφάσεις με δημοκρατικό τρόπο;
Ας δούμε δύο βήματα:
1. στο χώρο των επιχειρήσεων με δημοκρατικούς συνεταιρισμούς.
2. στα δημόσια οικονομικά με συμμετοχικούς κρατικούς προϋπολογισμούς και δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών για τη κατανομή των κονδυλίων και το φορολογικό σύστημα.

Και άμεσα ανακατανομή των φορολογικών βαρών. Ή αλλιώς πληρώνουν οι πλούσιοι και οι έχοντες μεγάλο ετήσιο εισόδημα με ταυτόχρονη ελάφρυνση των υπολοίπων.

Για μια δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημίων.

Τι είναι λοιπόν δημοκρατία και ειδικότερα εντός του Πανεπιστημίου ή και των σχολείων ακόμα;

Ι. καμμία απόφαση δεν είναι ανεξέλεγκτη. Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται από όλους τους συμμετέχοντες στην εκπαιδευτική ζωή με συγκεκριμένες διαδικασίες.

ΙΙ. Τα όργανα διοίκησης εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία φοιτητών, καθηγητών, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού. Ισχύει αυτό σήμερα και δεν το ξέρω; (προφανώς με σταθμισμένη συμμετοχή. π.χ. 15% για το βοηθητικό προσωπικό, 35% για τους φοιτητές και 50% για το εκπαιδευτικό προσωπικο).

ΙΙΙ. Κάθε απόφαση των διοικητικών οργάνων πρέπει να μπορεί να παραπεμφθεί για έγκριση-ακύρωση στο σύνολο των συμμετεχόντων στη πανεπιστημιακή ζωή. Άρα εσωτερικό δημοψήφισμα μετά από συλλογή υπογραφών του, π.χ., 10% των φοιτητών, του διδακτικού προσωπικού και των υπαλλήλων του πανεπιστημίου.

IV. Αξιολόγηση όλων από όλους. Μια σχετική πρόταση αλλά για τη δευτεροβάθμια θα βρείτε εδώ: https://axiologisiekpaideutikon.wordpress.com/%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%BD-%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CE%B9-%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B7-%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7/

Μετά τα παραπάνω έχει ακόμα νόημα να συζητήσουμε για το ρόλο των φοιτητικών παρατάξεων και των κομμάτων και τη συνεπαγόμενη διαφθορά;

Δημοκρατία και παιδεία.

Προς τι η γενική παιδεία; Δεν αρκεί ανάγνωση και γραφή και μετά μια τέχνη;

Η διαδικασία απόκτησης γενικών γνώσεων καταστρέφει τη δημιουργικότητα των παιδιών. Αφήστε τα ν’ αναπτυχθούν αυθόρμητα.

Οι διαφωτιστές φταίνε.”

Ξεκινούσαν με το αίτημα-αξίωμα περί διαμόρφωσης πολιτών για τη δημοκρατία. Δε στήσαμε δημοκρατία. Μας έμεινε όμως μια παιδεία που στόχευε κουτσά στραβά σε αναγκαίους όρους για τη διαμόρφωση πολιτών. Ε, καιρός να τελειώνουμε και μ’ αυτή.

Τι κοινό έχει όμως η παιδεία που ξεκινά με τους διαφωτιστές και η δημοκρατία; Η λειτουργία της δημοκρατίας απαιτεί απ’ τον τυχαίο πολίτη ν’ ασχοληθεί με θέματα, πολιτικά θέματα, που δεν τον αφορούν άμεσα. Το ίδιο ακριβώς απαιτεί και το σχολείο μετά τη γαλλική επανάσταση. Ο μαθητής είναι μαθητής επειδή ακριβώς ασχολείται με πράγματα που δεν τον αφορούν προσωπικά-ατομικά. Τι ενδιαφέρει τα παιδιά και τους εφήβους, η ιστορία, η κοινωνιολογία, τα αρχαία ελληνικά, η φυσική, η γεωμετρία; Ή ακόμα χειρότερα η στερεομετρία. Γι’ αυτό ειδικά αυτή την τελευταία την έχουμε εξαλείψει εδώ και δύο δεκαετίες απ’ τα σχολικά αναλυτικά προγράμματα.

Εσωκομματική δημοκρατία!!

Το πρόβλημα θα είναι και πάλι η αντιδημοκρατική δομή των αριστερών κομμάτων.

→  Αντί ν’ αποφασίζουν τα μέλη για όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα αποφασίζουν τα εκλεγμένα στελέχη.

→ Αντί τα όργανα ν’ αποτελούνται από κληρωτούς εθελοντές αποτελούνται από αναπαραγόμενους γραφειοκράτες.

Βήματα προς τη δημοκρατία.

Κατά τη γνώμη μου η λύση στο κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο που τυλίγει τη κοινωνία μας δεν είναι η «κυβέρνηση της Αριστεράς». Κι αυτό παρ’ όλο που στις ευρωεκλογές θα ψηφίσω ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στις βουλευτικές ΣΥΡΙΖΑ.
 
Η λύση είναι να κάνουμε βήματα προς την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στον τόπο μας = αποφασίζουν οι πολίτες και οι πολιτικοί εκτελούν. Γιατί το βασικό ερώτημα είναι πάντα: Ποιος αποφασίζει;
 
Σταθμοί σε μια τέτοια πορεία είναι η θεσμοθέτηση δημοψηφισμάτων αποκλειστικά με πρωτοβουλία πολιτών + συντακτική εθνοσυνέλευση από κληρωτούς πολίτες.

Τζόρτζιο Αγκάμπεν: Η δημοκρατία είναι μια έννοια διφορούμενη

Συνέντευξη στο Red Notebook και τα Ενθέματα της Αυγής
Ο ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν βρέθηκε στην Αθήνα, το προηγούμενο Σάββατο, προσκεκλημένος των νέων ΣΥΡΙΖΑ και του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Η ομιλία του, στο ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο της Τεχνόπολης, με τίτλο  «Μια θεωρία για την εξουσία της απογύμνωσης και της ανατροπής», ήταν αφιερωμένη στη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Την Κυριακή 17 Νοεμβρίου, μετά την πορεία του Πολυτεχνείου, τον συνάντησαν και συζήτησαν μαζί του η Αναστασία Γιάμαλη, εκ μέρους της Αυγής, και ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος εκ μέρους του RedNotebookΤο κείμενο που ακολουθεί είναι ολόκληρη η συζήτηση, ενώ στα Ενθέματα της Αυγής και στο μπλογκ των Ενθεμάτων θα βρείτε τη συντομευμένη εκδοχή της.

Red Notebook-Ενθέματα της Αυγής



Ξεκινήσατε την ομιλία σας στην Αθήνα λέγοντας ότι η κοινωνία στην οποία ζούμε δεν είναι απλώς μη δημοκρατική, αλλά, σε τελική ανάλυση, μη πολιτική, δεδομένου ότι η ιδιότητα του πολίτη δεν είναι πια παρά μια νομική κατηγορία. Είναι όμως εφικτή η πολιτική αλλαγή σε μια μη πολιτική κοινωνία;

Αυτό που ήθελα να επισημάνω είναι το καινοφανές της κατάστασης. Noμίζω ότι, για να καταλάβουμε αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «πολιτική κατάσταση», πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι η κοινωνία στην οποία ζούμε ίσως δεν είναι πια μια πολιτική κοινωνία. Κάτι τέτοιο μας υποχρεώνει να αλλάξουμε τελείως την εννοιολογία μας. Προσπάθησα λοιπόν να δείξω πώς, στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, η δημοκρατία ξεκινά με την πολιτικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη. Το να είσαι πολίτης στην Αθήνα σημαίνει έναν ενεργητικό τρόπο ζωής. Σήμερα, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως και στις ΗΠΑ, όπου οι άνθρωποι δεν ψηφίζουν,  το να είσαι πολίτης είναι κάτι αδιάφορο. Ίσως στην Ελλάδα αυτό να ισχύει λιγότερο· όσο γνωρίζω, εδώ υπάρχει ακόμα κάτι που να μοιάζει με πολιτική ζωή. Η εξουσία σήμερα τείνει προς μια τέτοιας έκτασης αποπολιτικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη.

Το ενδιαφέρον σε μια τόσο αποπολιτικοποιημένη κατάσταση είναι η δυνατότητα μιας νέας προσέγγισης της πολιτικής. Δεν μπορεί κανείς να προσκολλάται στις παλιές κατηγορίες της πολιτικής σκέψης. Χρειάζεται να διακινδυνεύσει, προτείνοντας νέες κατηγορίες. Έτσι, αν τελικά συμβεί μια πολιτική αλλαγή, ίσως να είναι πιο ριζοσπαστική απ’ ό,τι πριν.

Ακολουθώντας τον Φουκώ, είπατε ότι η «λογική» της νεωτερικής εξουσίας δεν είναι η αντιμετώπιση των κρίσεων, αλλά η διαχείριση των συνεπειών των κρίσεων. Στο βιβλίο σας Η κοινότητα που έρχεται υποστηρίζετε ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν, και ότι αν κάτι αλλάζει, είναι τα όριά τους. Αν ισχύει αυτό, είναι άραγε μοιραία η ενσωμάτωση μιας πολιτικής δύναμης που θέλει να αντιμετωπίσει τις αιτίες των προβλημάτων (τα προβλήματα «στη ρίζα τους») στη λογική αυτή; Και, αντίστροφα: ένα εγχείρημα «αλλαγής των ορίων», μπορεί άραγε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει, αν ταυτόχρονα δεν διεκδικεί να αλλάξει τα πράγματα;  

Θεωρώ αυτό το σημείο, ότι οι νεωτερικές κυβερνήσεις, ή τουλάχιστον οι σύγχρονες κυβερνήσεις, δεν θέλουν να κυβερνήσουν αντιμετωπίζοντας τις αιτίες, αλλά μόνο τις συνέπειες, εξαιρετικά σημαντικό. Γιατί αυτό είναι τελείως διαφορετικό από την παραδοσιακή αντίληψη που έχουμε για την εξουσία – σύμφωνα με την αντίληψη του Φουκώ για το κυρίαρχο κράτος– είναι τελείως διαφορετική. Αν η λογική της εξουσίας είναι να ελέγχει μόνο συνέπειες και όχι τις αιτίες, αυτό κάνει μεγάλη διαφορά.

Αυτό που θα ήθελα να επισημάνω με την ιδέα των ορίων είναι ότι έχουμε μια εξουσία που απλώς διαχειρίζεται συνέπειες. Αυτό για μένα ήταν πολύ καθαρό στην περίπτωση του αστυνομικού στη Γένοβα [που δολοφόνησε τον Κάρλο Τζουλιάνι, το 2001], ο οποίος είπε εκείνο το απίστευτο πράγμα, ότι η αστυνομία δεν διαχειρίζεται την τάξη, αλλά τους μπελάδες, την αταξία. Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία ζούμε. Όχι μόνο στην εσωτερική πολιτική, αλλά και στην εξωτερική πολιτική λ.χ. των ΗΠΑ: να δημιουργείς ζώνες αταξίας, ώστε να μπορείς να τις διαχειρίζεσαι και να τις οδηγείς σε μια επωφελή κατεύθυνση. Η ερώτηση είναι: Τι κάνουμε αντιμετωπίζοντας μια τέτοια κατάσταση;

Με βάση όσα είδαμε να συμβαίνουν στην Ιταλία, τα κόμματα της Αριστεράς παγιδεύτηκαν σ’ αυτή τη λογική της διαχείρισης των συνεπειών. Είναι πιο εύκολο και αποδίδει περισσότερο. Είναι άραγε μοιραίο; Ίσως όχι. Αποτελεί, όμως, μια ακόμα ένδειξη ότι η πολιτική εννοιολογία πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάτι που δεν είναι ούτε αιτία ούτε συνέπεια. Χρειάζεται να βρούμε κάτι τρίτο ως τον σωστό τόπο της πολιτικής. Αυτό που προσπαθώ να κάνω δεν είναι απλώς να ανατρέξω στην παράδοση της Αριστεράς. Όχι γιατί πρόκειται για κάτι απαρχαιωμένο, αλλά γιατί πιστεύω ότι είναι απαραίτητη μια μεγάλη εννοιολογική αλλαγή,  αλλιώς θα χάσουμε. Είναι αδύνατο να νικήσεις μια εξουσία αν δεν καταλάβεις τη λογική της.

Σε ένα άρθρο σας που δημοσιεύτηκε προ μηνών στη Libération, θυμίζατε ένα δοκίμιο του Αλεξάντρ Κοζέφ του 1947, με τίτλο «Η Λατινική Αυτοκρατορία», όπου ο γάλλος φιλόσοφος προτείνει τη συγκρότηση μιας «αυτοκρατορίας» της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, χωρών με κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, που, σε συνεργασία με τα κράτη της Μεσογείου, θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την ανερχόμενη Γερμανία. Θεωρείτε ένα τέτοιο σχέδιο δυνητικό αντίβαρο στον ηγεμονισμό της Α. Μέρκελ. Όμως, φαίνεται ότι οι ηγέτες αυτών των χωρών ενδιαφέρονται περισσότερο για την επιτυχία του «δόγματος Μέρκελ» στο εσωτερικό των χωρών τους, και πολύ λιγότερο για τις επιπτώσεις του δόγματος σε μια Ευρώπη όλο και πιο διαιρεμένη.

Έγραψα το άρθρο θέλοντας να θυμίσω ότι η Ευρώπη που έχουμε σήμερα είναι, ακόμα και από θεσμικής άποψης, μη νομιμοποιημένη. Όπως ξέρετε, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα δεν είναι Σύνταγμα, αλλά μια συνθήκη μεταξύ κρατών – δηλαδή το αντίθετο ενός Συντάγματος, αφού τα Συντάγματα φτιάχνονται από τον λαό. Έπειτα ανέτρεξα σ’ αυτή την ιδέα του Κοζέβ: είναι εφικτό ένα άλλο μοντέλο για την Ευρώπη; Αυτό το μοντέλο είναι ενδιαφέρον γιατί βασίζεται όχι σε μια αφηρημένη ενότητα, αλλά σε μια πολύ συγκεκριμένη ενότητα, που στηρίζεται στην παράδοση, τον τρόπο ζωής, τη θρησκεία. Κατά κάποιον τρόπο, αποτελεί ίσως μια συγκεκριμένη δυνατότητα. Φυσικά η Ελλάδα θα έπρεπε να μετάσχει σε αυτό το πεδίο.

Έχω εκπλαγεί με την επίδραση του άρθρου. Όταν το έγραψα, ήταν περισσότερο μια πρόκληση για να ξεκινήσω μια κριτική στην Ευρώπη. Αλλά τότε στη Γερμανία έγινε μια τεράστια συζήτηση. Ήταν πολύ ενοχλημένοι. Και ακόμα μου γράφουν, ζητώντας μου να εξηγήσω τι εννοούσα. Αυτό δείχνει ότι ακόμα και ένας Γερμανός βλέπει ότι υπάρχει κάτι λάθος στην Ευρώπη σήμερα, ακόμα και με βάση τη δική του οπτική. Αυτό δείχνει ότι το μοντέλο της Ευρώπης που έχουμε σήμερα δεν είναι αποδεκτό. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι ο γαλλικός και ο ολλανδικός λαός αρνήθηκαν το Ευρωσύνταγμα – υποθέτω ότι και στην Ελλάδα θα το αρνούνταν.

Μιλάμε για έλλειψη νομιμοποίησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δηλαδή για ένα τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, φαίνεται ότι και οι επόμενες ευρωεκλογές θα βγάλουν ενισχυμένη την Ακροδεξιά. Γιατί η δημοφιλέστερη «απάντηση» σε μια αντιδημοκρατική Ευρώπη παραμένει η στήριξη των πιο «αυθεντικών» εχθρών της δημοκρατίας;

Σκέφτομαι ότι η ακροδεξιά δεν είναι ο πραγματικός εχθρός. Προκαλείται από την υπάρχουσα κατάσταση, προκαλείται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Δεν ξέρω αν θυμάστε πριν από μερικά χρόνια που το κόμμα της Μαρίν Λεπέν ισχυροποιήθηκε τόσο. Όλοι οι σοσιαλιστές ψήφισαν υπέρ του γκωλικού υποψηφίου, φοβούμενοι, τότε,  τον  πατέρα Λεπέν. Ήταν ένα μεγάλο λάθος — στο εξής είχε μια πλήρη  αποδοχή. Φυσικά η ακροδεξιά είναι εκεί, είναι μια πραγματικότητα. Αλλά δεν είναι ο κύριος εχθρός. Ο κύριος εχθρός είναι το τραπεζικό σύστημα. Στην Ιταλία παίχτηκε το χαρτί του αντίπαλου εξτρεμισμού. Με τον τρόπο αυτό κατέστρεψαν την Αριστερά: χρησιμοποιώντας και, πιθανότατα, εκτρέφοντας την ακροδεξιά ώστε να παίξουν το παιχνίδι του αντίπαλου εξτρεμισμού. Λοιπόν, δεν νομίζω ότι η Αριστερά θα έπρεπε να ασχολείται με την Ακροδεξιά.

Φαίνεται όμως ότι  η Ακροδεξιά να πείθει ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας ως η «πραγματική» αντίσταση στο έλλειμμα δημοκρατίας.

Πράγματι, και η Λεπέν παίζει το ίδιο παιχνίδι. Η στρατηγική μας θα πρέπει να είναι να δείχνουμε πώς η επιτυχία της ακροδεξιάς οφείλεται στην κυβέρνηση.

Το έργο σας είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, μολονότι αποπνέει μιαν απαισιοδοξία. Ο Ζίζεκ, για παράδειγμα, γράφει για το Ηοmo Sacer πως, με το να υποστηρίζετε ότι η σφαίρα της «γυμνής ζωής» μιας ζωής απογυμνωμένης από ιδιότητες και δικαιώματα, τείνει να γίνει η σφαίρα της πολιτικής, σημαίνει ότι υποτιμάτε τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου κλπ, σαν να τα θεωρείτε «τεχνάσματα» της νεωτερικής εξουσίας, σαν να αντιλαμβάνεστε ως αυθεντική ουσία της εξουσίας αυτής τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του 20ού αιώνα. Έχει βάση αυτή η κριτική;

Δεν είμαι απαισιόδοξος, ακριβώς το αντίθετο. Η αισιοδοξία και απαισιοδοξία, άλλωστε, δεν αποτελούν φιλοσοφικές κατηγορίες. Δεν μπορείς να κρίνεις μια σκέψη ή μια θεωρία με βάση την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία της. Κάποτε ο φίλος μου Γκυ Ντεμπόρ παρέθετε ένα απόσπασμα από τον Μαρξ που έλεγε: «Η καταστροφική κατάσταση της κοινωνίας στην οποία ζω με γεμίζει αισιοδοξία». Αυτό που επιχειρώ στο βιβλίο μου για το Άουσβιτς, το στρατόπεδο, τη νεωτερικότητα δεν είναι μια ιστορική κρίση. Προσπαθώ να εικονογραφήσω ένα παράδειγμα, προκειμένου να καταλάβουμε την πολιτική στις μέρες μας. Δεν λέω λοιπόν ότι ζούμε σε ένα στρατόπεδο εξόντωσης – διάφοροι λένε «ο Αγκάμπεν λέει ότι ζούμε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης». Όχι. Αλλά αν πάρεις το στρατόπεδο ως παράδειγμα για να καταλάβεις την εξουσία σήμερα, αυτό είναι χρήσιμο.

Στα χρόνια της κρίσης, είναι σχεδόν ενστικτώδεις οι αναδρομές στον Μεσοπόλεμο, τη Βαϊμάρη κ.ο.κ. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής σας «συνομιλείτε», είτε ως συγγραφέας είτε ως μεταφραστής, με μια σπουδαία μορφή αυτής της περιόδου, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Τι έχει να μας πει σήμερα;

Η έκδοση του έργου του Μπένγιαμιν στην Ιταλία σηματοδότησε μια ανανέωση της σκέψης της Αριστεράς. Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον στον Μπένγιαμιν είναι ο τρόπος που παίρνει τη θεολογική εννοιολογία -όπως για παράδειγμα την έννοια του μεσσιανικού χρόνου και την εσχατολογική της σύλληψη– και τη βγάζει από τα θεολογικά συμφραζόμενα, κάνοντάς τη να δουλεύει στην πολιτική σφαίρα. Από μεθοδολογική άποψη, αυτό είναι πολύ σημαντικό. Προκειμένου να παραγάγουμε μια νέα πολιτική εννοιολόγηση, χρειάζεται να μάθουμε από τον Μπένγιαμιν. Στο βιβλίο μου Τhe Kingdom and the Glory: For a Theological Genealogy of Economy and Government έδειξα πώς η χριστιανική θεολογία επεξεργάστηκε αυτό το παράδειγμα. Ήταν απίστευτο για μένα να ανακαλύπτω –δουλεύοντας και επιστρέφοντας στην έρευνα– ότι για να καταλάβω τι είναι η κυβέρνηση είναι πιο σημαντικό να διαβάζω μεσαιωνικές πραγματείες για τη τους αγγέλους παρά δοκίμια πολιτικής επιστήμης. Ήταν πραγματικά διαφωτιστικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Μπένγιαμιν. Έχει μια ωραία ιδέα για τον μεσσιανικό χρόνο – κάθε στιγμή στην ιστορία, στο παρόν, είναι η αποφασιστική στιγμή, η Ώρα της Κρίσης: να αντιμετωπίζουμε την ιστορία σαν κάθε στιγμή να είναι η αποφασιστική στιγμή.

Το αίτημα για «πραγματική δημοκρατία» κινητοποίησε εκατομμύρια ανθρώπους, από την Αραβική Άνοιξη και τους Αγανακτισμένους στην Ευρώπη, μέχρι το Occupy στην Αμερική. Στο βιβλίο σας Η κοινότητα που έρχεται, ωστόσο, γράφετε ότι η δημοκρατία είναι μια έννοια πολύ γενική για να αποτελεί αληθινό πεδίο σύγκρουσης.

Θα έλεγα ότι η δημοκρατία δεν είναι τόσο μια γενική, όσο μια διφορούμενη έννοια. Αντιμετωπίζουμε αυτή τη σύλληψη σα να ήταν το ίδιο πράγμα στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. και στις σύγχρονες δημοκρατίες. Σαν να είναι παντού και πάντα ξεκάθαρο περί τίνος πρόκειται. Η δημοκρατία είναι μια ασαφής έννοια, γιατί σημαίνει εν πρώτοις τη συγκρότηση του πολιτικού σώματος, αλλά σημαίνει επίσης και απλώς την τεχνολογία της διακυβέρνησης – ό,τι έχουμε σήμερα. Σήμερα η δημοκρατία είναι μια τεχνική της εξουσίας, μια ανάμεσα στις άλλες. Δεν εννοώ λοιπόν ότι η δημοκρατία είναι κακή. Ας κάνουμε αυτή τη διάκριση, ανάμεσα στην πραγματική δημοκρατία ως συγκρότηση του πολιτικού σώματος και τη δημοκρατία ως απλή τεχνική διακυβέρνησης που στηρίζεται στα γκάλοπ, τις εκλογές, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, τη διακυβέρνηση ιδίως μέσω των ΜΜΕ κλπ. Η δεύτερη εκδοχή, εκείνο που οι κυβερνήσεις αποκαλούν δημοκρατία, δεν μοιάζει σε τίποτα μ΄ αυτό που υπήρξε τον 5ο αιώνα. Αν η δημοκρατία είναι αυτό, απλούστατα, δεν με ενδιαφέρει.

Νομίζω τώρα ότι ο καθένας πρέπει να παίρνει ό,τι βρίσκει ενδιαφέρον σε κάθε σημείο, όχι να δίνει συνταγές. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη δημοκρατία ως νέο Παράδειγμα, αν δεν πεις τι είναι τώρα η δημοκρατία. Αν θες να προτείνεις τη δημοκρατία, πρέπει να σκεφτείς κάτι που δεν έχει καμία σχέση μ΄ αυτό που λέγεται σήμερα δημοκρατία.

Με αυτή την έννοια, πράγματι, η δημοκρατία είναι κάτι πολύ γενικό. Γιατί όμως «η κοινότητα που έρχεται» δεν είναι ένας νέος κομμουνισμός, ριζικά διαφορετικός από τις εμπειρίες του 20ου αιώνα;

Προσπαθώ να αποφεύγω την απλή προσκόλληση στην παράδοση της Αριστεράς, η οποία μου είναι πολύ οικεία και με την οποία ήμουν στενά συνδεδεμένος. Ο κομμουνισμός είναι επίσης μια σπουδαία σύλληψη, αλλά αν πρόκειται γι΄ αυτό που συνέβη στα χρόνια του Στάλιν, δεν είναι καθόλου σπουδαία. Δεν μπορούμε λοιπόν σήμερα να χρησιμοποιούμε έννοιες όπως η δημοκρατία, ο κομμουνισμός σα να ήταν ξεκάθαρο περί τίνος πρόκειται.  Δεν είναι ξεκάθαρο. Είδαμε τι έγινε με τη δημοκρατία· το ίδιο συνέβη και με τον κομμουνισμό. Το λέω αυτό όταν έχω να κάνω με φιλοσόφους όπως ο Ζίζεκ ή ο Μπαντιού, που χρησιμοποιούν τον κομμουνισμό με αυτόν τον τρόπο, σα να ήταν μια ξεκάθαρη έννοια. Αν είναι έτσι, τότε ποιο είναι το κοινό σ’ αυτό τον κομμουνισμό;

Η κλασική αρχαιότητα, ελληνική και ρωμαϊκή, είναι διαρκώς παρούσα στο έργο σας. Η επιλογή αυτή έχει έναν ισχυρό συμβολισμό, σε μια συγκυρία που το δημόσιο Πανεπιστήμιο διαλύεται, οι ανθρωπιστικές σπουδές υποβαθμίζονται και η κλασική παιδεία τείνει να αντιμετωπίζεται ως μουσειακό είδος – ένας αναχρονισμός.

Χαίρομαι που μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Δεν πρόκειται απλώς για ένα πολιτισμικό πρόταγμα. Είναι ένα πολιτικό πρόταγμα. Η σχέση με το παρελθόν σήμερα δεν είναι πολιτισμικό αλλά πολιτικό πρόβλημα. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται σήμερα, αν δεν καταλάβεις ότι ένα ακόμα πράγμα που έχει αλλάξει τελείως σήμερα είναι η ζωντανή σχέση με το παρελθόν. Αυτό που κάνουν σήμερα οι εξουσίες –το βλέπω να συμβαίνει στην Ιταλία, όπως στην Ελλάδα– είναι να εξαρθρώνουν το σύστημα «μετάδοσης» του παρελθόντος. Το Πανεπιστήμιο είναι ο τρόπος με τον οποίο το παρελθόν ζει και «μεταδίδεται» στο σήμερα.

Σε ό,τι με αφορά, είμαι πεισμένος ότι η αρχαιολογία, με τη φουκωική έννοια, είναι ο μόνος τρόπος να έχουμε πρόσβαση στο παρόν. Μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στο παρόν, μόνο αν πάμε πίσω. Είναι αυτή η εικόνα που χρησιμοποιεί πολύ ο Φουκώ, λέγοντας ότι η ιστορική του έρευνα είναι μια σκιά που ρίχνει  πάνω στο παρελθόν η διερώτησή μου για το παρόν. Δεν μπορείς να επερωτήσεις ριζικά το παρόν αν δεν πας πίσω. Είναι ο μόνος δρόμος. Και αυτό είναι που θέλουν σήμερα να αποφύγουν. Παρουσιάζουν το παρόν ως ένα πρόβλημα απλώς οικονομικό, κι εσύ πρέπει να πεις απλώς ένα ναι ή ένα όχι. Αυτό φαλκιδεύει τη δυνατότητα να κάνουμε πολιτική.

Το τελευταίο διάστημα, από τότε που η Ελλάδα μπήκε στη φάση της εποπτείας της Τρόικας, πολίτες καταφεύγουν στα δικαστήρια επικαλούμενοι το νόμο και τα δικαστήρια παίρνουν «πολιτικές αποφάσεις», με την έννοια του ότι τις βασίζουν στο «εθνικό συμφέρον». Θα το εντάσσατε αυτό στο «κράτος εξαίρεσης»;

Δεν το ήξερα αυτό. Ένα δικαστήριο δεν θα ’πρεπε ποτέ να δικάζει με τέτοια κριτήρια. Θυμίζει ό,τι συνέβαινε στη Γερμανία επί ναζιστικού καθεστώτος: η δικαστική εξουσία ήταν στη θέση της, άθικτη, όμως δεν υπήρχε δικαστική κρίση για περιπτώσεις που παραβίαζαν εξόφθαλμα τον νόμο. Υπάρχει μια τεράστια παρακμή του νομικού πολιτισμού, που άκμαζε σε άλλες εποχές στην Ευρώπη. Χωρίς τη δυνατότητα να γυρίσει κανείς πίσω, στις αρχές του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, βλέπει τον νόμο να γίνεται εργαλείο στα χέρια των κυβερνήσεων.

Λέγεται ότι η Ελλάδα αποτελεί το «πειραματόζωο» για να δοκιμαστούν τα όρια ενός βίαιου εξαναγκασμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε αντικοινωνικά μέτρα σε ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;

Στη δεκαετία του ΄70 λέγαμε ότι η Ιταλία ήταν ένα πεδίο δοκιμής όπου η τρομοκρατία έπρεπε να γίνει πολιτικά σημαντική, όχι μόνο ως εχθρός, αλλά και ως τρόπος διακυβέρνησης. Βεβαίως ήταν αλήθεια. Δεν καταλάβαμε ποτέ αν ο Μόρο είχε δολοφονήθηκε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ή κάποια ομάδα διαβρωμένη από μυστικές υπηρεσίες.

Νομίζω ότι και για την Ελλάδα είναι αλήθεια ότι αποτελεί πειραματόζωο. Στην Ιταλία ήταν ξεκάθαρο. Η χώρα ήταν το πρώτο εργαστήριο για τέτοιου είδους ζητήματα.

Κι αυτό, για να επιστρέψουμε στην ιδέα της Λατινικής Αυτοκρατορίας, μπορούμε να πούμε ότι οι μεγάλες δυνάμεις  του Βορρά χρησιμοποιούν χώρες  όπου η πολιτική παράδοση είναι διαφορετική.

Μιας και μιλήσαμε για μηχανισμούς, όσο το ενδεχόμενο μιας αριστερής διακυβέρνησης στην Ελλάδα γίνεται πιθανότερο, τόσο συχνότερα ανακύπτει το ερώτημα πώς πρέπει η Αριστερά να διαχειριστεί την κληρονομιά του προηγούμενου καθεστώτος. Πιστεύετε ότι θα χρειαστεί να εξαρθρώσει τους παλιούς μηχανισμούς ή ότι, αντίθετα, μπορεί να τους χρησιμοποιήσει προς όφελος της νέας διακυβέρνησης;

Αυτό που συνέβη μέχρι σήμερα είναι ότι οι ισχυρές πολιτικές οντότητες, όπως το κράτος, έπρεπε να επερωτηθούν, ειδάλλως η λογική του κράτους θα επιβαλλόταν στα επαναστατικά κινήματα. Είναι λεπτό το ζήτημα. Εδώ πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε στρατηγική και τακτική. Η στρατηγική δεν μπορεί παρά να είναι πάντα ριζικά «αντί-». Από την άλλη, τακτικά, σε μια μεμονωμένη μάχη, μπορείς να κάνεις πίσω από μια ορισμένη πολιτική παράδοση – μη ξεχνώντας όμως τη στρατηγική. Αυτό που συνήθως συνέβαινε μέχρι τώρα είναι ότι η τακτική είχε τα πρωτεία έναντι της στρατηγικής… Πιστεύω ότι η μια αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πυροδοτήσει μια ριζοσπαστική αλλαγή στην Ευρώπη.

Ο Καρλ Σμιτ, ο σπουδαίος αυτός θεωρητικός που, ως γνωστόν, ασπάστηκε το ναζισμό, αποτελεί μόνιμη θεωρητική αναφορά σας, ιδίως στο βιβλίο  Κατάσταση εξαίρεσης, εκεί όπου επιχειρείτε να δείξετε πως ο «κανόνας» της εξουσίας δεν είναι ο νόμος αλλά η εξαίρεση 
– η ανομία. Την ίδια στιγμή, το έργο σας είναι βαθιά επηρεασμένο από το Φουκώ, βασικό επιχείρημα του οποίου είναι ότι η εξουσία έχει θετικό περιεχόμενο – διαμορφώνει, οικοδομεί. Αυτή η «συγκροτητική» λειτουργία της εξουσίας συνήθως παραγνωρίζεται στο έργο σας. Φαίνεται δηλαδή να αντιλαμβάνεστε την άσκηση εξουσίας ως άσκηση βίας, ως ανομία που, κατά συνέπεια, μόνο με τα ίδια μέσα είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί. Ποια είναι, τελικά, τα όρια της χρήσης του Σμιτ σε ένα πλαίσιο ριζοσπαστικής σκέψης;

Μου δίνετε την ευκαιρία να αποσαφηνίσω αυτό το σημείο, γιατί συχνά δέχομαι κριτική γι΄ αυτή τη χρήση του Σμιτ. Ο Σμιτ υποστηρίζει ότι κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης, άρα η εξουσία εδράζεται στην εξαίρεση· η ιδέα μου είναι ότι ενώ ο Σμιτ μένει εδώ, και λέει ότι το πεδίο του νόμου είναι η κατάσταση εξαίρεσης, ταυτόχρονα λέει ότι ο νόμος είναι σε ισχύ. Η σύλληψη του νόμου στον Σμιτ είναι ότι ο νόμος περιλαμβάνει την εξαίρεση από τον νόμο, αλλά την ίδια στιγμή ο νόμος είναι ακόμα εκεί – συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για α-νομία. Εγώ, αντίθετα, προσπαθώ να δείξω ότι αυτό είναι λάθος: ότι αυτό που υπάρχει στην περίπτωση αυτή είναι απλώς μια ζώνη ανομίας.

Ποια είναι λοιπόν η διαφορά μου με τον Σμιτ; Ότι εγώ προσπαθώ να δείξω ότι ο νόμος δεν είναι πια εκεί. Κι εκεί έρχεται αυτό που υποστήριξα στην ομιλία μου στην Αθήνα το Σάββατο, ότι δηλαδή το σημαντικό είναι να δείξουμε πώς η ανομία έχει αιχμαλωτιστεί από την εξουσία. Το σύστημα του Σμιτ λειτουργεί μόνο αν δεχτείς ότι η αναστολή του νόμου είναι ακόμα νόμος, ότι αυτή η ζώνη ανομίας είναι νόμιμη. Στην ομιλία μου προσπάθησα να δείξω ότι μια απο-συντάσσουσα δύναμη (destituent power)* πρέπει να κάνει ξεκάθαρο ότι το νομικό σύστημα εντός του οποίου ζούμε δεν εδράζεται σε μια νόμιμη αναστολή του νόμου, αλλά απλώς στην ανομία. Στην περίπτωση αυτή, το οικοδόμημα του Σμιτ καταρρέει.

Θεωρείτε ότι ο Μπένγιαμιν είναι ένα είδος αριστερού σμιτιανού;

Όχι, αυτό είναι λάθος. Ο Μπένγιαμιν υποστηρίζει ότι μπροστά στην κατάσταση εξαίρεσης πρέπει να παραγάγουμε την πραγματική κατάσταση εξαίρεσης. Η κατάσταση εξαίρεσης του Σμιτ είναι πλασματική, στον βαθμό που υπαινίσσεται ότι ο νόμος είναι ακόμα «εκεί». «Πραγματική» κατάσταση εξαίρεσης, σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, είναι το εξής: Λέτε ότι εκεί δεν υπάρχει νόμος; Ε, λοιπόν, εμείς το παίρνουμε στα σοβαρά: πράγματι, δεν υπάρχει. Την αναρχία, λοιπόν, που βρισκόταν στο εσωτερικό της εξουσίας, τώρα την αντιπαραθέτουμε στην εξουσία, στην κατάσταση εξαίρεσης όπως την εννοεί ο Σμιτ.

Η προοπτική αυτή, αν το καταλαβαίνουμε σωστά, δεν είναι αυτή της χρήσης του νόμου ως όριο απέναντι στην εξουσία, αλλά η προοπτική μιας μετωπικής σύγκρουσης με την εξουσία.

Δεν έχω στο μυαλό μου μια βίαιη σύγκρουση με την εξουσία. Αντίθετα, αυτό που με ενδιαφέρει είναι ποια στρατηγική θα μπορούσε να καταδείξει αυτή την ανομία. Ίσως όχι, λοιπόν, μια βίαιη επαναστατική δράση – αλλά ο δρόμος που θα έδειχνε στους ανθρώπους ότι στο κέντρο του νόμου βρίσκεται η ανομία. Όταν λέω ότι θα πρέπει να συλλάβουμε μια απο-συντάσσουσα εξουσία, σκέφτομαι ότι η βία αποτελεί μια συντάσσουσα (constituent) εξουσία, δηλαδή το αντίθετο. Τι θα ήταν μια βία ως απο-συντάσσουσα εξουσία; Δεν είναι εύκολο να το πω. Νομίζω όμως ένα από τα καθήκοντά μας σήμερα είναι να σκεφτούμε μια πολιτική δράση αποκλειστικά απο-συντάσσουσα – όχι συστατική μιας νέας πολιτικής και νομικής τάξης.

Είναι μια λογική κοντινή με αυτήν της αποδόμησης στον Ντεριντά;

Αυτό που προσπαθώ να ορίσω είναι μια πολιτική στρατηγική. Η αποδόμηση στον Ντεριντά είναι περισσότερο μια θεωρητική στρατηγική.

Προτιμήσαμε την απόδοση των όρων constituent και destituent ως “συντάσσουσα” και “απο-συντάσσουσα δύναμη”, αντίστοιχα – αντί του “συντακτική και “απο-συντακτική” εξουσία, τόσο για λόγους συμμετρίας όσο και για να τονιστεί το διαρκές μιας διαδικασίας “σύνταξης” και “απο-σύνταξης”. Ευχαριστούμε τον Δημήτρη Κοσμίδη για τη μεταφραστική συμβουλή.  

Τη συνέντευξη επιμελήθηκε ο Στρατής Μπουρνάζος. Η φωτογραφία του Τζόρτζιο Αγκάμπεν είναι του Αλέξανδρου Μανόπουλου, από την επίσκεψη του ιταλού φιλοσόφου στο θέατρο Εμπρός (18.11.2013). Ευχαριστούμε θερμά τη Βαγγία Λυσικάτου για τη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης. 

Πηγή: http://rednotebook.gr/details.php?id=11226

Για τη δημοκρατική λειτουργία δικτύου συνελεύσεων.

Ερωτήματα:
Μπορεί μια συνέλευση να παίρνει αποφάσεις μέσω διαδικτύου;
Υπάρχει ζήτημα απαρτίας;
______________________________________
1. Η επικοινωνία μέσω διαδικτύου δημιουργεί παρεξηγήσεις. Είναι αναποτελεσματική.
2. α. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί χρήστες του διαδικτύου.
β. Πριν της ψήφου πρέπει να προηγείται διαβούλευση. Μόνο η φυσική παρουσία μπορεί να εγγυηθεί τη στοιχειώδη συμμετοχή στη διαβούλευση και την συναπαιτούμενη παρρησία.
3. Αν οι αποφάσεις δεν παίρνονται μέσω συνέλευσης αλλά μέσω διαδικτύου (εξαιρουμένων όσων αδυνατούν να συμμετέχουν λόγω απόστασης) τότε σιγά σιγά δεν θα υπάρχει κανένα κίνητρο για τη φυσική παρουσία στις συνελεύσεις οπότε το (1) και (2).
4. Υποτίθεται πως δεν υπάρχει κανείς που να θεωρεί πως έχει τις μοναδικά υπέροχες απόψεις-θέσεις. Επομένως όλοι μας νοιώθουμε ότι εκπροσωπούμεθα στη συζήτηση της συνέλευσης (άλλωστε υπάρχει και η διαδικτυακή διαρκής διαβούλευση) αλλά και εν τέλει στη ψηφοφορία της συνέλευσης.
5. Λόγω του (4) δεν πρέπει να υπάρχει όριο συμμετοχής για απαρτία. Κάθε φορά όμως η συνέλευση πρέπει να συνυπολογίζει τον αριθμό των συμμετεχόντων και την κρισιμότητα των αποφάσεων.
6. Στη περίπτωση που οι απόντες διαφωνούν ριζικά με κάποια απόφαση μπορούν να επαναφέρουν το ζήτημα σε μια επόμενη συνέλευση.
7. Αν η καινούρια απόφαση αντιτίθεται στη προηγούμενη θα πρέπει ίσως να ισχύει αν η συνέλευση έχει συγκρίσιμη ή και μεγαλύτερη συμμετοχή μ’ αυτήν στην οποία πάρθηκε η απόφαση. Κι αυτό όμως είναι στη κρίση της συνέλευσης.

Βασικές αρχές λειτουργίας της επιχείρησης ΕΞΟΔΟΣ

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας αυτοοργανωμένης επιχείρησης που θα οδηγήσει στη συγκρότηση Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης για τη δημιουργία νέου συντάγματος και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.

Η άμεση δημοκρατία είναι ο τρόπος λειτουργίας της επιχείρησής μας. Η λειτουργία της βασίζεται σε οριζόντια δομή. Είναι αυτό που μας διαχωρίζει με τα υπάρχοντα κόμματα ή κινήματα που λειτουργούν με κάθετη δομή, δηλαδή με αντιπροσώπους. Δεν είμαστε κόμμα γιατί δεν έχουμε πρόγραμμα, ιδεολογία και ιεραρχική δομή. Αυτό που μας ενώνει είναι ο κοινός στόχος για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η επιχείρηση λήγει με την επίτευξη του στόχου μας δηλαδή την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας.

Κυρίαρχο σώμα είναι οι τοπικές συνελεύσεις των πολιτών-εθελοντών. Εθελοντές είναι όσοι συμφωνούν με τον σκοπό και τις αρχές λειτουργίας της επιχείρησης, δηλώνουν τα στοιχεία τους στην συντονιστική επιτροπή, συμμετέχουν με τη φυσική τους παρουσία στις συνελεύσεις κι έτσι έχουν δικαίωμα ψήφου. Νέοι εθελοντές γίνονται δεκτοί μετά από απόφαση της συνέλευσης με απλή πλειοψηφία επί των παρόντων.

Οι συνελεύσεις διεξάγονται μια φορά την εβδομάδα και εκτάκτως με απόφαση της συντονιστικής επιτροπής. Συζητούν με βάση την αρχή της ισηγορίας και αποφασίζουν δημοκρατικά σύμφωνα με την αρχή της πλειοψηφίας.

Η κάθε συνέλευση έχει το δικό της ταμείο που το διαχειρίζεται η ίδια.

Την ημερήσια διάταξη της συνέλευσης συγκροτεί η συντονιστική επιτροπή και τη θέτει προς ψήφιση με την έναρξη των εργασιών. Προτάσεις που συμπληρώνουν την ημερήσια διάταξη μπορεί να βάλει οποιοσδήποτε εθελοντής μέχρι μια μέρα πριν την έναρξη αλλά και εκτάκτως κατά την έναρξη της συνέλευσης, η οποία μετά από ψηφοφορία μπορεί να τις συμπεριλάβει στις εργασίες της.

Οι ψηφοφορίες είναι φανερές και όχι μυστικές. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από τις συνελεύσεις με το 50%+1. Όταν τρεις ή περισσότερες προτάσεις τίθενται αντιπαραθετικά σε ψηφοφορία, τότε υιοθετείται εκείνη η πρόταση που λαμβάνει το 50%+1 των ψήφων. Αν καμία πρόταση δεν λάβει αυτό το ποσοστό των ψήφων, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μεταξύ των προτάσεων που έλαβαν τα μεγαλύτερα ποσοστά και αθροιστικά ξεπερνούν το 50%+1. Υιοθετείται εκείνη η πρόταση που λαμβάνει το 50%+1 των ψήφων.

Σε όλες τις ψηφοφορίες τα λευκά και οι αποχές δεν προσμετρούνται. Οι ψηφοφορίες καταγράφονται διαδικτυακά από τις συνελεύσεις προκειμένου να υπάρχει διαφάνεια.

Η κάθε τοπική συνέλευση αποφασίζει μόνο για τα τοπικά ζητήματα, ενώ γι’ αυτά που αφορούν πανελλαδικές δράσεις και επικοινωνία με τους πολίτες ψηφίζουν όλοι οι εθελοντές πανελλαδικά και οι αποφάσεις λαμβάνονται με το 50%+1 χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα λευκά και οι αποχές.

Οι εθελοντές που αντικειμενικά είναι μακριά από τοπική συνέλευση και δεν μπορούν λόγω του αριθμού τους να συγκροτήσουν συνέλευση μπορούν να ψηφίζουν μόνο διαδικτυακά.

Η κάθε συνέλευση αποδέχεται-εκλέγει εθελοντές και κληρώνει από αυτούς (αν ο αριθμός των υποψηφίων είναι μεγάλος) συντονιστική επιτροπή με μέγιστη διάρκεια 4 μήνες και αριθμό που αποφασίζει η συνέλευση. Ο λόγος ύπαρξης της συντονιστικής είναι: α) να διαφυλάσσει τα κλειδιά του διαδικτύου, β) να διασφαλίζει την τήρηση όσων αποφασίστηκαν από τη συνέλευση μέχρι την επόμενη σύγκλισή της, γ) να μεταφέρει τις αποφάσεις της συνέλευσης στις άλλες συνελεύσεις και αντίστροφα να μεταφέρει τις αποφάσεις των άλλων συνελεύσεων στην τοπική συνέλευση.

Ανά πάσα στιγμή είναι δυνατή η προσθήκη ή ανάκληση οποιουδήποτε μέλους της συντονιστικής επιτροπής ύστερα από απόφαση της ίδιας της συνέλευσης.