Διασταυρούμενα πυρά

εναλλακτικός τίτλος: ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ – σχόλια και πληροφορίες για την κοινωνική και πολιτική ζωή στην Ελλάδα + εκπαιδευτικό υλικό. Oι συνεχείς αλλαγές θα είναι ο κανόνας σ' αυτό το blog επειδή 1. τίποτε δεν είναι τέλειο και 2. στόχος είναι η συνεχής βελτίωση

Tag Archives: ΣΥΡΙΖΑ

Μήπως Είναι Προδότης;

     Όχι, ο Τσίπρας δεν είναι προδότης. Τη δουλειά του κάνει. Το πρόβλημα είναι δικό μας. Αυτός είδε και υποτάχθηκε. Τόχε πει. Η θέση της χώρας, στην ευρωζώνη, είναι δεδομένη. Εμείς δεν το ακούγαμε. Πολύ απλά γιατί μοιραζόμασταν μαζί του το μύθο της υποχώρησης των δανειστών μπροστά στη σθεναρή πολιτική στάση της νέας κυβέρνησης. Της κυβέρνησης της Αριστεράς.

    Κι όμως δεν ήταν δύσκολο να φανταστούμε μια σκληρή στάση απ’ το Σόιμπλε. Τότε γιατί αφεθήκαμε να πιστέψουμε πως θάταν τόσο εύκολο; Δε χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ ο Τσίπρας για να μας πείσει. Γιατί λοιπόν; Δεν ήταν ότι απλά θέλαμε να πειστούμε. Ήταν ότι δεν είχαμε άλλη λύση. Δεν είχαμε φτιάξει άλλη πολιτική λύση. Αλλά και πώς να τη φτιάχναμε;

    Έγινε ένα δημοψήφισμα. Ψηφίσαμε όχι στα μέτρα λιτότητας. Ποιος έχει όμως όχι μόνο το πρώτο αλλά και το τελευταίο λόγο; Ο πρωθυπουργός και όχι ο λαός. Η απόφαση λοιπόν ήταν στα χέρια του Τσίπρα. Και την πήρε.

    Όταν συμμετέχουμε σε μια πολιτική διαδικασία θα έπρεπε ν’ αναζητάμε εγγυήσεις και εξασφαλίσεις. Αυτές ακριβώς που δεν μπορούμε να έχουμε. Γιατί αυτοί είναι επαγγελματίες πολιτικοί και μεις πολίτες. Αυτοί έχουν θεσμούς και μεις είμαστε ανίσχυροι. Κάθε ισχύ μας έχει εκφραστές τους επαγγελματίες πολιτικούς. Είναι δηλαδή εξ αρχής υπονομευμένη.

    Για άλλη μια φορά καταλάβαμε πώς κεντρικό ερώτημα κάθε πολιτικής διαδικασίας είναι το “ποιος αποφασίζει”. Όχι, όπως μας διδάσκουν, το “τι αποφασίζει”. Αυτό είναι δεύτερο. Σημαντικό, αλλά δεύτερο.

    Η εξασφάλιση, η εγγύηση, είναι η ίδια η δημοκρατία ως διαδικασία και όχι οι κάθε φορά πολιτικές αποφάσεις και οι συσχετισμοί σε ολιγαρχικά πολιτικά όργανα.

Αριστερή (;) πολιτική και Αριστεροί.

Έχω την εντύπωση πως υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα με την Αριστερά στη χώρα μας. Πολιτεύεται ωσάν να μην έχουν μεσολαβήσει τα 5 μνημονιακά χρόνια. Αναρωτιέμαι: καταλαβαίνουν τα κυβερνητικά στελέχη της Αριστεράς το εκρηκτικό κοινωνικό έδαφος στο οποίο πατάνε;

Αν είμασταν στο 2008 και αναλάμβανε την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταλάβαινα (αν και θα διαφωνούσα σύμφωνα με τα μυαλά που έχω τώρα) και τις επιλεκτικές αυξήσεις (π.χ. ΔΕΗ) και τα εισοδηματικά κριτήρια στις κοινωνικές παροχές.

Αλλά τώρα; Δεν καταλαβαίνουν ότι τρέμει η γή κάτω απ’ πόδια τους; Ότι πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται;

Η σοφία της κάλπης

Η σοφία της κάλπης

Όσοι κατηγορούν τους ψηφοφόρους για το δικομματισμό ξεχνάνε τις μαθηματικές αναλύσεις των εκλογικών συστημάτων -όπως αυτή του Γάλλου κοινωνιολόγου Maurice Duverger από τη δεκαετία του πενήντα. Αναλύσεις οι οποίες απόδειξαν ότι ορισμένα εκλογικά συστήματα οδηγούν από μόνα τους και αναπόφευκτα, και ανεξάρτητα από τη υποκειμενική θέληση των ψηφοφόρων, σε ισχυρό δικομματισμό (ανάλογα με την κατανομή των εδρών, την εφαρμογή ή όχι της απλής αναλογικής κλπ).

του Νίκου Βεντούρα

«Ο (ηλίθιος, μαζόχας, συμφεροντολόγος, κομματόσκυλο) Έλληνας ψηφίζει όλα αυτά τα χρόνια τους ίδιους και τους ίδιους πολιτικούς που τον κοροϊδεύουν. Είναι, επομένως, ο κύριος υπεύθυνος για την κακή διακυβέρνηση της χώρας».

Φράση- καραμέλα αυτή, όλων όσων βγάζουν τον εαυτό τους απέξω ― και είναι τόσοι πολλοί, ώστε απορεί κανείς πως τα δυο μεγάλα κόμματα κατάφερναν να συγκεντρώνουν πάνω από το 80% των ψήφων καθόλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.

Με ενοχλούν αυτές οι εύκολες εξηγήσεις.

Εξηγήσεις πρόχειρες, που δεν εξετάζουν τα ιστορικά δεδομένα, τα εκλογικά συστήματα, τις συγκυρίες κ.α., αλλά ρίχνουν το βάρος στην ατομική ψυχολογία (λ.χ. τη «βλακεία») του κάθε μεμονωμένου ψηφοφόρου. «Εξηγήσεις», εντέλει, που δεν εξηγούν απολύτως τίποτα, αφού δεν απαντάνε στο πως οι ψηφοφόροι χάζεψαν μαζικά, ούτε στο γιατί αυτό εκδηλώθηκε με τις συγκεκριμένες επιλογές.

Όταν εξετάζουμε πολιτικά φαινόμενα δεν μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε ούτε ως άθροισμα ατομικών περιπτώσεων, ούτε με βάση ατομικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Αλλιώς δεν παράγουμε παρά κάλπικες ερμηνείες, χρήσιμες μόνο στο να νιώσουμε ανώτεροι και να νίψουμε τας χείρας μας επειδή εμείς ψηφίσαμε κάποιο μικρό κόμμα.

Μια τέτοια πρόχειρη ψευτο-ερμηνεία είναι η εύκολη καταδίκη του «δικομματισμού». Όσοι κατηγορούν τους ψηφοφόρους για αυτόν ξεχνάνε (ή δεν έμαθαν ποτέ τους) τις μαθηματικές αναλύσεις των εκλογικών συστημάτων -όπως αυτή του Γάλλου κοινωνιολόγου Maurice Duverger από τη δεκαετία του πενήντα. Αναλύσεις οι οποίες απόδειξαν ότι ορισμένα εκλογικά συστήματα οδηγούν από μόνα τους και αναπόφευκτα, και ανεξάρτητα από τη υποκειμενική θέληση των ψηφοφόρων, σε ισχυρό δικομματισμό (ανάλογα με την κατανομή των εδρών, την εφαρμογή ή όχι της απλής αναλογικής κλπ).

Ξεχνάνε επίσης ότι το εκλογικό μας σύστημα είναι σχεδιασμένο ώστε η ψήφος στα «μικρά κόμματα» ουσιαστικά να αποτελεί αβάντα στο πρώτο κόμμα. Η κάθε κυβέρνηση, ως γνωστόν, επανασχεδίαζε το εκλογικό σύστημα ώστε είτε να ισχυροποιήσει τη νίκη της, είτε να απαλύνει τη επερχόμενη ήττα. Από τον «εθνάρχη» Καραμανλή που πολλαπλασίασε τις έδρες του με λιγότερες ψήφους τη δεκαετία του πενήντα ως τη σημερινή εκλογική απάτη να μοιραστούν οι κομματικές επιχορηγήσεις με βάση τα ποσοστά του 2009 (προμοτάροντας το ανύπαρκτο πλέον ΠΑΣΟΚ), τα σχετικά τεχνάσματα θα γέμιζαν τόμους ολόκληρους.

Ωστόσο, η όλη κατηγορία του δικομματισμόυ ως αιτίας των δεινών του πολιτικού μας συστήματος μπάζει από μόνη της. Αντί να ζητάει πιο αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, εντοπίζει το πρόβλημα στον αριθμό των κομμάτων ― λες και αν το κοινοβούλιο γέμιζε περισσότερα κόμματα θα άλλαζε κάτι ως προς τη λήψη των αποφάσεων. Η εμπειρία της τρικομματικής κυβέρνησης έδειξε τη φενάκη αυτής της άποψης. Οι συνεργατικές κυβερνήσεις, όπου υποκόμματα λίγο πάνω από την εκλογική βάση συναποφασίζουνε και νομοδοτούνε παρά την εκλογική θέληση των συντριπτικά πολλών, είναι η μεγαλύτερη απάτη της «δημοκρατίας». Χωρίς αυτήν, ο κύριος Βενιζέλος θα είχε ήδη πάει σπίτι του.

Αν εξετάσει κανείς την εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων, μέσα στις ιστορικές συγκυρίες κάθε εποχής, και με βάση τα πραγματικά δεδομένα και όχι ευχολόγια και φαντασιώσεις, θα δεί ότι η ψήφος ήταν συνήθως η βέλτιστη επιλογή ― ή τέλος πάντων η μόνη ουσιαστική επιλογή που ήταν διαθέσιμη εκείνη τη στιγμή και συμβατή με τις επιταγές του «εκλογικού παχνιδιού».

Ας ξεκινήσουμε με το 1974. Ως γνωστόν βγήκε η Νέα Δημοκρατία. Εύκολο να κατακρίνουμε την επιλογή, αλλά θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ήταν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά τη Χούντα, με το «Καραμανλής ή Τανκς» να μην είναι απλά μια κινδυνολογία, αλλά και ένας υπαρκτός φόβος. Τον Καραμανλή έφεραν ως «εθνάρχη» από τα Παρίσια, και μια ψήφος στην Αριστερά μπορεί να έφερνε μια νέα επέμβαση (αρκεί να θυμηθούμε τι γίνονταν π.χ. στην Ιταλία ή την Πορτογαλία εκείνα τα χρόνια). Παρόλο τον φόβο των «τανκς», και παρόλο το μούδιασμα των αριστερών (υπο διωγμό επί δεκαετίες και με τη Χούντα πρόσφατη), ο τότε αριστερός χώρος (στον οποίο πρέπει να μετρήσουμε και το ΠΑΣΟΚ, που εκείνη την εποχή περιελάμβανε σχήματα που σήμερα βρίσκουμε σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και είχε πιο προοδευτικές θέσεις και πιο αντικαπιταλιστικές διακηρύξεις από το σημερινό ΣΥΡΙΖΑ), πήρε ένα καθόλου μικρό 22%. Είναι ερμηνεύσιμο, λοιπόν, το γεγονός οτι ο κόσμος αγκιστρώθηκε στον Καραμανλή (και εν μέρει στο Κέντρο) ως εγγύηση σταθερότητας.

Το 1977 η κυβέρνηση Καραμανλή είχε φθαρεί, ενώ το ΠΑΣΟΚ ανέβαινε. Η κομμουνιστική αριστερά επίσης είχε αυξήσει τα ποσοστά της (αν και αποφάσισε να διασπαστεί σε ΚΚΕ και Συμμαχία). Δεδομένου ότι ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε η αριστερά διόριζαν ακόμα, η άνοδος τους δεν οφείλεται στο «πελατειακό κράτος» (άλλη κλασσική καραμέλα κάθε λογής Τζήμερων) αλλά δείχνει πραγματικές πολιτικές τάσεις στην Ελληνική κοινωνία. Για να το πούμε απλά, δεν ήταν σύσσωμος ο Ελληνικός λαός κομμουνιστές, ώστε να περιμένει κανείς νίκη του ΚΚΕ και έλευση του Σοσιαλισμού. Όπως άλλωστε δεν συνέβη σε καμμία χώρα της Ευρώπης, ούτε στην Ιταλία με το πανίσχυρο κομμουνιστικό κόμμα. Οι Έλληνες ήταν παραδοσιακά μοιρασμένοι, όχι μόνο στις εκλογές αλλά και στην κοινωνία: κάμποσοι δεξιοί, κάμποσοι αριστεροί, αρκετοί κεντρώοι (που με τον καιρό έγιναν ΠΑΣΟΚ), και ολίγοι βασιλοχουντικοί.

Το 1981 βγήκε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ. Γιατί να μην βγεί; Ασφαλώς μια κοινωνία με πάνω από 65% δεξιά και κέντρο δεν θα μεταπηδούσε ξαφνικά στην Αριστερά. Αλλά μπορούσε άνετα να πάει στο ΠΑΣΟΚ ― όπως και έγινε. Τα τότε συνθήματα του, άλλωστε, θα έμοιαζαν ακροαριστερά για το σημερινό ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΔΗΜΑΡ. Η ειρωνία είναι ότι μέρος της νίκης του ΠΑΣΟΚ δεν οφείλεται στην επιθυμία για πελατειακό κράτος, αλλά στο αντίθετο: στην επιθυμία να τελειώσουν τα πιστοποιητικά «κοινωνικών φρονημάτων» και ο άτυπος «εμφύλιος» του χαφιέ και του χωροφύλακα. Αυτό εν μέρει έγινε (όπως ήταν και δίκαιο να γίνει), αλλά, ως γνωστόν, τα πράγματα έφτασαν στο άλλο άκρο (στους διορισμούς μέσω της κλαδικής).

Οι εκλογές του 1985 είναι μια συγκυρία που μπορεί κανείς να αναρωτηθεί για τη σοφία της κάλπης. Αλλά αυτό μόνο από την πλεονεκτική σκοπία του μέλλοντος. Για τους ψηφοφόρους της εποχής τα δεδομένα ήταν απλά: με το ΠΑΣΟΚ ξέφυγαν από την τυρρανία του χωροφύλακα (οι αριστεροί ή πρώην αριστεροί), μπόρεσαν και διορίστηκαν και αυτοί στο Δημόσιο (κάτι που τότε δεν φάνταζε έγκλημα, αλλά συμβατό με τις «σοσιαλιστικές» αρχές και το μεγάλο κράτος, και ενδεχομένως απαραίτητο για την ανάπτυξη της χώρας σε υπηρεσίες και υποδομές). Είδαν επίσης μια μετρήσιμη άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου, των μισθών και των συντάξεων. Ποιός θα έλεγε όχι σε κάτι τέτοιο; Αν αυτή η άνοδος γίνονταν με δανεικά αυτό δεν απασχολούσε ακόμη κανέναν (ούτε τη δεξιά, ούτε την αριστερά), ενώ βόλευε και να πιάσουμε τους «στόχους» της ΕΟΚ. Σημαντικό τέλος είναι ότι ο κύριος αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ το 1985 ήταν ο Μητσοτάκης. Ποιός άνθρωπος, που είχε ήδη διώξει τη ΝΔ μετά από μια επταετία, θα έφερνε, χωρίς σοβαρό λόγο, στην εξουσία το Δρακουμέλ; Κανείς. Όπως και έγινε.

Όσοι οικτίρουν τον Έλληνα ψηφοφόρο για τη συμμετοχή του στο «πελατειακό κράτος» και τη διαφθορά, ξεχνάνε βολικά ότι το ΠΑΣΟΚ έπεσε στις εκλογές του 1989-90 για να τιμωρηθεί για τα σκάνδαλα του (Κοσκωτάς, κλπ), και πως ο Μητσοτάκης βγήκε ως εναλλακτική για περισσότερη εντιμότητα (αυτό ομολογούσε και το τότε τραγούδι του Σαββόπουλου περί «Μητσοτάκ», που το ψηφίζεις με βαριά καρδιά σαν λύση στην παρακμή κλπ), ενώ και η ίδια η αριστερά είχε μόλις συμμαχήσει με το Μητσοτάκη για να φύγουν οι «κλέφτες του ΠΑΣΟΚ».

Το ’93 το ΠΑΣΟΚ επανέρχεται λόγω της πτώσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αν το δεί κανείς μεμονωμένα είναι μια κακή επιλογή ― μια επαναστροφή σε μια παρακμιακή κυβέρνηση και μάλιστα με έναν πρωθυπουργό ανίκανο να κυβερνήσει (λόγω αρρώστιας) και ένα γελοίο παρασκήνιο (Μιμή και λοιποί κολαούζοι). Ποιές ήταν οι εναλλακτικές όμως, μπροστά στο Δρακουμέλ από τη μια, και σε μια αριστερά που πρώτα τα έκανε πλακάκια με την Δεξιά και μετά ξαναδιασπάστηκε, και επίσης, λόγω της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, είχε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια;

Οι εκλογές του ’96 είναι μια ακόμα στιγμή που ξεχνάνε όσοι εμφανίζουν το «πελατειακό κράτος» ως τον καθοριστικό παράγοντα των εκλογών. Ξεχνάνε δηλαδή ότι ο Σημίτης ψηφίστηκε όχι επειδή υποσχέθηκε χρήματα και διορισμούς αλλά επειδή εμφανίστηκε και διαφημίστηκε ως ο συνεπής «λογιστάκος», αυτός που θα σταματήσει τα σκάνδαλα και θα τακτοποιήσει το κράτος (ειδικά απέναντι στον πιο ανοικτοχέρη Έβερτ).

Οι εκλογές του 2000 είναι πιο προβληματικές. Το ΠΑΣΟΚ νίκησε παρόλα τα μεγάλα σκάνδαλα πουλώντας την ίδια εικόνα «τακτοποίησης» και «ορθολογισμού» του κράτους, την εικόνα του «εκσυγχρονιστή» Σημίτη που διαφήμιζαν οι σημερινοί θαμώνες του Mega, του Protagon, της Αthens Voice κλπ. Δεν έπαυαν άλλωστε να τονίζουν τη σημασία του «μεγάλου στοίχηματος» να μπούμε στο Ευρώ ― το οποίο το παρουσίαζαν ως κορυφαία νίκη. Ταυτόχρονα η ΝΔ δεν είχε ηγεσία να εμφανίσει, αφού ο Έβερτ δεν τράβαγε και ο Κώστας Καραμανλής εμφανίστηκε από το πουθενά λόγω ονόματος. Όσοι ακόμα δεν κατανοούν το τεράστιο σφάλμα της παράδοσης του ελέγχου της Ελληνικής νομισματικής πολιτικής στην Ε.Ε και τη Γερμανία, η οποία μας κόστισε απίστευτα σε ευελιξία στα οικονομικά και στο χειρισμό της κρίσης, δεν είναι σε θέση να κρίνουν την ψήφο στην κυβέρνηση Σημίτη το 2000, η οποία έγινε με φόντο ακριβώς αυτόν τον τάχα «εθνικό στόχο» (συν το φαγοπότι των Ολυμπιακών έργων, τότε στην πλήρη εκτύλιξή τους).

Το 2004 παρουσιάζει άλλη μια αλλαγή κυβέρνησης ως αντίδραση στα προηγούμενα σκάνδαλα και την διαφθορά. Ο Καραμανλής δεν ψηφίστηκε για να «διορίσει», αλλά ως αντίδραση στη διαφθορά και την κακή εικόνα των κυβερνήσεων Σημίτη. Αυτό μπορεί να το ξεχνάνε πολλοί σήμερα, αλλά εκείνη την εποχή, άλλα έγραφαν προοδευτικοί και μη. Όσο για το 2007 είχαμε μια επανάληψη του σκηνικού του 1986. Ο κόσμος έχει δεί βελτίωση σε σχέση με την εποχή Σημίτη (τα «μεγάλα σκάνδαλα» της εποχής ήταν ένας γενικός γραμματέας υπουργείου με ροζ DVD, και η πώληση εκτάσεων του δημοσίου στη Μονή Βατοπεδίου, δηλαδή ασήμαντα σε σχέση με το Χρηματιστήριο, τα Ολυμπιακά Έργα, και τα εξοπλιστικά επί Άκη), αλλά έχει ταυτόχρονα διαψευστεί σε πολλά αλλά όχι τόσο όσο να προτιμήσει τον αντίπαλο. Όσοι κατακρίνουν την τότε ψήφο στον Καραμανλή, θεωρούν άραγε ότι θα είμασταν καλύτερα αν ο ΓΑΠ είχε έρθει στην εξουσία από το 2007;

2009. Ο ΓΑΠ δεν νίκησε μόνο επειδή είπε ότι «λεφτά υπάρχουν», αλλά και γιατί, επί δύο χρόνια, υπήρχε ακατάπαυστη πίεση των ΜΜΕ υπέρ του. Για κάποιο λόγο ο Καραμανλής είτε δεν έκανε όλα τα χατίρια των εργολάβων (βλέπε και «Βασικό Μέτοχο»), ή τα έκανε με περισσότερη αργοπορία, πάντως το οικονομικό καταστημένο στην Ελλάδα ήθελε και στήριζε ΓΑΠ δαγκωτό. Ούτε η Κρίση ήταν ακόμα στο παιχνίδι ως προεκλογικό ζήτημα (και δεν θα ήταν για αρκετούς μήνες ακόμα που ο ΓΑΠ πέρασε ταξιδεύοντας εδώ και εκεί, σε ανούσιες εκδηλώσεις και επικοινωνιακά τρυκ). Σε κάθε περίπτωση, ο ΓΑΠ ήταν επίσης μια επιλογή του στυλ «αμάν πια με τα σκάνδαλα Καραμανλή, για να δούμε και τον άλλο» ― το αντίθετο δηλαδή μιας «πελατειακής» επιλογής. Αυτή άλλωστε, σε συλλογικό επίπεδο, είχε τελειώσει (μαζί με τις μαζικές μονιμοποιήσεις) εδώ και μια δεκαετία. Η πραγματικότητα στο δημόσιο και στους δήμους για τους νέους (και δεκάδες χιλιάδες όχι τόσο νέους) ήταν οι ωρομίσθιοι, οι «εξαμηνίτες» οι συμβάσεις έργου και τα ανανεώσιμα μπλοκάκια.

Με βάση ένα σύστημα που ευνοεί το πρώτο κόμμα, και με βάση τα πρόσωπα και τα κόμματα που προτείνονται κάθε φορά, οι επιλογές των εκάστοτε εκλογών δεν είναι ούτε παράλογες, ούτε δυσεξήγητες. Ούτε μπορεί φυσικά, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ένα κόμμα που για ιστορικούς λόγους ήταν στο 5% να γίνει ξαφνικά κόμμα του 45% ― όλα αυτά απαιτούν ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες που παίρνουν το χρόνο τους. Βλακεία θα ήταν μάλλον να ισχυριστεί κάποιος με βεβαιότητα ότι μια κυβέρνηση από το Α’ ή Β’ μικρό κόμμα το 1977, το 1986, το 2004 ή σε όποια άλλη αναμέτρηση θα είχε αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο σήμερα.

Και έτσι φτάνουμε στο 2012. Το ΠΑΣΟΚ, ως τιμωρία για την πρωτόγνωρη Κρίση που βρήκε τη χώρα και τους χειρισμούς του εξαφανίζεται. Γιατί ο «βλάκας ψηφοφόρος» έβγαλε ΝΔ και όχι ΣΥΡΙΖΑ; Καταρχήν ο κόσμος δεν έβγαλε τη ΝΔ ― χρειάστηκε η συνεργασία τριών κομμάτων για να επιτεχθεί μια αξιοπρεπής πλειοψηφία. Δεύτερον, η ΝΔ είχε παίξει ως τότε ένα «αντιμνημονιακό» παιχνίδι, και είχε δώσει υποτιθέμενες εγγυήσεις και ελπίδες για ελαφρύνσεις και αναστροφή των φόρων (που φυσικά δεν τήρησε). Αλλά το κύριο ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειξε (και λόγω της απότομης ανόδου του) ένα σοβαρό πρόσωπο κόμματος εξουσίας. Άλλοτε μιλούσε για έξοδο από το ευρώ, άλλοτε ήθελε να διασφαλίσει τη θέση μας σε αυτό. Άλλοτε θα καταργούσε το Μνημόνιο, άλλοτε έλεγε ότι θα το «επαναδιαπραγματευτεί». Μπροστά στις ασάφειες ΣΥΡΙΖΑ και στο δίλλημα «Μνημόνιο ή τανκς» που έπαιζαν όλα τα καθεστωτικά μέσα (όπου «τανκς» θα ήταν μια πιθανή πτώχευση με αδυναμία χρηματοδότησης της μισθοδοσίας των Δημοσίων Υπαλλήλων, των συντάξεων, της Υγείας κλπ) ο κόσμος προτίμησε τη σίγουρη λύση του «μια απ’ τα ίδια» στην αγκαλιά του Σαμαρά. Αυτό το σενάριο το γνώριζε, γιατί το είχε ήδη ζήσει επί δύο χρόνια (ενώ η ρητορεία της ΝΔ προ εκλογών του άφηνε και μια ελπίδα καλυτέρευσης της κατάστασης ― δεν περίμενε ότι τα «ισοδύναμα» μέτρα θα έδιναν τη θέση του σε γελοία αδυναμία διαπραγμάτευσης ακόμα και του ΦΠΑ στην εστίαση).

Και κάτι ακόμα ― σε αντίθεση με όσους τον θεωρούν χαζό, ο μέσος ψηφοφόρος δεν είναι αφελής. Γνωρίζει πολύ καλά ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ να βγεί δεν θα γυρίσουμε μαζικά στα οικονομικά επίπεδα του 2000, ούτε θα πάρουν όλοι αυξήσεις στους μισθούς (ούτε θα έρθει ο «κομμουνισμός»). Αυτό που περιμένει δεν είναι τάχα (όπως λένε τα δεξιά παπαγαλάκια) διορισμούς και πακέτα με λεφτά από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μια αξιοπρεπή αντιμετώπιση των δανειστών και πράγματα όπως δικαιότερα φορολογικά μέτρα, παύση των πλειστηριασμών, ελαφρύνσεις σε όσους χρωστούν, και κυρίως το σταμάτημα της νεοφιλελεύθερης επέλασης (μια φίλη λέει ότι και μόνο οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας να επανέρθουν, θα είναι σημαντική νίκη).

Με λίγα λόγια (TL;DR): ο κόσμος που ψηφίζει είναι περισσότερο μετρημένος, και περισσότερο πραγματιστής από τον μέσο αιθεροβάμονα κριτικό του. Ούτε η ψήφος σε μικρά κόμματα αρκεί ― παρεκτός για να το παίζει κανείς Πόντιος Πιλάτος. Αυτά βέβαια σε ό,τι αφορά στις εκλογές. Ασφαλώς η πολιτική δράση στην κοινωνία και στην εργασία είναι άλλο πράγμα ― και κρίνεται με άλλα κριτήρια.

Καλό βόλι.

http://www.thepressproject.gr/article/62460/I-sofia-tis-kalpis

Πάλι το «τι να κάνουμε;».

Κατά τη γνώμη μου η λύση στο κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο που τυλίγει τη κοινωνία μας δεν είναι η «κυβέρνηση της Αριστεράς». Κι αυτό παρ’ όλο που στις ευρωεκλογές θα ψηφίσω ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στις βουλευτικές ΣΥΡΙΖΑ μιας και δεν θέλω να είμαι πολιτικά ανόητος. Σκοπεύω δηλαδή να χρησιμοποιήσω τους κομματικούς σχηματισμούς της αριστεράς προκειμένου να προασπίσω στοιχειωδώς τα συμφέροντά μου.

Γιατί όμως δεν είναι αυτή η λύση;

Το πρόβλημα ξεκινά εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 70 και φθάνει μέχρι σήμερα.

40 χρόνια μετά.

Γιατί προελαύνει αήττητος τόσες δεκαετίες ο νεοφιλελευθερισμός, η σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού, σ’ ολόκληρο το πλανήτη, μεταμορφώνοντας με το μαγικό ραβδί του τις ανθρώπινες κοινωνίες; Γιατί κερδίζει εκλογές;

Η στρατηγική του, παλαιά, όσο και αυτό που ονομάζουμε πολιτική: το “Διαίρει και βασίλευε”. Τι του δίνει σφρίγος και πολιτική δύναμη; Είναι η εμπεδωμένη σε φίλους και αντιπάλους του αντίληψη του “δύο μέτρα και δύο σταθμά”, αποτέλεσμα αλλά και αιτία του “Διαίρει και βασίλευε” σ’ έναν αέναο κύκλο. Έτσι τη στιγμή που η Αριστερά έχει την εντύπωση ότι η νίκη ενός κλάδου – σπάνιο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια αλλά επιδιωκόμενο με αξιοθαύμαστη επιμονή απ’ όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς – είναι μια μικρή νίκη, στη πραγματικότητα αποτελεί ένα βήμα πίσω για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού προκειμένου να κάνουν δύο βήματα ή και δύο άλματα μπροστά πείθοντας τις μάζες πως η μόνη ισότητα που μπορεί να υπάρξει στο εσωτερικό τους είναι η ισότητα προς τα κάτω. Όλο και πιο κάτω και όλο και πιο άνισοι για να συνεχιστεί αενάως (;) αυτό το καθοδικό σπιράλ.

Και τι να κάνουμε; Το κλασικό ερώτημα επανέρχεται. Επιτρέψτε μου μια μικρή συμβολή στην απάντησή του.

Η λύση είναι να βαδίσουμε προς την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στον τόπο μας. Που σημαίνει αποφασίζουν οι πολίτες και εκτελούν οι πολιτικοί.

Το βασικό ερώτημα είναι πάντα το ίδιο: Ποιος αποφασίζει;

Δύο είναι οι σταθμοί σε μια τέτοια πορεία:

η θεσμοθέτηση δημοψηφισμάτων αποκλειστικά με πρωτοβουλία πολιτών

και η συντακτική εθνοσυνέλευση από κληρωτούς πολίτες.

Αυτά τα δύο βήματα θα δώσουν τη δυνατότητα στους πολίτες ν’ απαντούν οι ίδιοι αυτοπροσώπως σε μια σειρά πολιτικών ερωτημάτων χωρίς τη μεσολάβηση του κομματικού πατριωτισμού, της κομματικής αντιπάθειας, του κομματικού υπολογισμού και εν τέλει των κομματικών προκαταλήψεων.

Για παράδειγμα μια θέση του ΚΚΕ θα κριθεί γι’ αυτό που είναι και όχι σαν, η θέση που προτείνεται απ’ το ΚΚΕ, πράγμα που την κάνει απορριπτέα ή αποδεκτή εκ προοιμίου ανάλογα με την κομματική τοποθέτηση του καθενός.

Βήματα προς τη δημοκρατία.

Κατά τη γνώμη μου η λύση στο κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο που τυλίγει τη κοινωνία μας δεν είναι η «κυβέρνηση της Αριστεράς». Κι αυτό παρ’ όλο που στις ευρωεκλογές θα ψηφίσω ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στις βουλευτικές ΣΥΡΙΖΑ.
 
Η λύση είναι να κάνουμε βήματα προς την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στον τόπο μας = αποφασίζουν οι πολίτες και οι πολιτικοί εκτελούν. Γιατί το βασικό ερώτημα είναι πάντα: Ποιος αποφασίζει;
 
Σταθμοί σε μια τέτοια πορεία είναι η θεσμοθέτηση δημοψηφισμάτων αποκλειστικά με πρωτοβουλία πολιτών + συντακτική εθνοσυνέλευση από κληρωτούς πολίτες.

Οι περισσότεροι είμαστε καθάρματα, είμαστε ηλίθιοι. Ε, και; Αποκλείεται να τη δούμε αλλιώς;

Προβοκάτορα πιτσιρίκο

τι σημασία έχει σε “τι διαφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ απ’ τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ”;

Ο φτωχοί αυτής της χώρας λιώνουν και θ’ απαντήσουν. Θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ.

Κρυώνουν και θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί πεινάνε και πολλοί περισσότεροι θα πεινάνε σε έξι μήνες. Γι’ αυτό θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ.

Θα κάνουν κι άλλα πολλά, γιατί είναι άνεργοι και άρρωστοι, αυτοί, οι γονείς ή τα παιδιά τους. Θα φιλήσουν και κατουρημένες ποδιές. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Ποιος θα τους κατηγορήσει κι αυτοί θα τον πάρουν στα σοβαρά;

Κι άλλοι όμως, που δεν είναι, αλλά γνωρίζουν ότι θα περιπέσουν στη φτώχεια αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική, θα ψηφίσουν το ΣΥΡΙΖΑ. Και ναι, τα προηγούμενα χρόνια ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. So what; Έτσι παιζόταν το παιχνίδι και χαμένοι εντελώς δεν ήσαν. Τώρα όμως αιμορραγούν. Τώρα λοιπόν ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε εδώ υπάρχει πρόβλημα.

Το πρόβλημα είναι από εδώ και ύστερα. Ωραία, κάνεις αυτό που είσαι αναγκασμένος να κάνεις. Τίποτα άλλο θα κάνεις εκτός και πέρα απ’ αυτό;

“Μα τι άλλο; Τι άλλο να κάνουμε;”

Αυτό που δεν έκαναν το ’50, το ’60, το ’70 οι βιοπαλαιστές. Κάτι άλλο επιπρόσθετα στο να την παλεύουν.

Πρώτα να μαζευτούμε. Σε μικρές μικρές διάσπαρτες ομάδες. Για να απαιτήσουμε. Για να επιβάλλουμε. Για να εγκαθιδρύσουμε τη δημοκρατία. Για ν’ αποφασίζουν οι πολίτες και όχι οι πολιτικοί.

Ακούω ήδη τις ερωτήσεις. Πώς; Μα γίνονται αυτά;

“Δεν ξέρω”, είναι η απάντηση στο “πώς;”. Ας οργανωθούμε. Ας συναντηθούμε. Και τότε θα βρούμε την απάντηση.

Τώρα στο “δε γίνονται αυτά” ένα θα πω. Αυτά, που τώρα γίνονται, περίμενε κανείς ότι θα γίνουν;

Ήταν όλοι εκεί.

Ο Γκρίλο, κύριε Τσίπρα δεν θα μιλούσε ποτέ εκτός Βουλής απ’ το ίδιο μικρόφωνο με τους απατεώνες της πολιτικής.

Σήμερα ήταν όλοι εκεί. Στο Μέγαρο. Για το Καραμανλή.
Αν και όποτε αποφασίσει ο Ελληνικός λαός θα φύγουν όλοι μαζί.

Εθνική σωτηρία ή μετάβαση προς τον σοσιαλισμό; Του Ηλία Ιωακείμογλου

Πρώτη δημοσίευση στο rednotebook
Φαίνεται ότι κερδίζει έδαφος στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ η άποψη ότι ο σημερινός στόχος του κόμμματός μας δεν είναι η μετάβαση στον σοσιαλισμό, αλλά η Εθνική και Κοινωνική Σωτηρία. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, αφού τα ποσοστά μας έχουν καθηλωθεί περί το 30% και το ΚΚΕ αρνείται μέχρι τέλους κάθε συνεργασία ή στήριξη κυβέρνησης της Αριστεράς, θα πρέπει να γίνει μια στροφή στον πολιτικό ρεαλισμό. Που σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη των ταξικών αγώνων. Που σημαίνει ότι πρέπει τώρα να σχηματίσουμε μια κυβέρνηση πλατιάς κοινωνικής ενότητας για την ανακοπή της καταστροφικής μνημονιακής πολιτικής και να αφήσουμε για κάποιο μεταγενέστερο στάδιο τον στρατηγικό μας στόχο που είναι ο σοσιαλισμός.

Πρόκειται για μία άποψη που διατείνεται ότι ορισμένες κοινωνικές τάξεις ή μερίδες τάξεων απευθύνουν στην Ιστορία το αίτημα για την ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα και για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι εργαζόμενες τάξεις από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, όχι όμως ως στοιχεία μιας διαδικασίας μετάβασης στον σοσιαλισμό, αλλά ως στοιχεία μιας διαδικασίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι ένα κοινωνικό αίτημα που λέει: Είμαστε στη μάχη του μερικού, όχι του όλου, ας βάλουμε τώρα σε αναστολή το όραμα, ας ασχοληθούμε με την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν υποστεί οι μη προνομιούχοι και το κοινωνικό κράτος. Αυτό το αίτημα, βεβαίως, δεν αντανακλά τις προθέσεις και τις επιθυμίες του λαού της Αριστεράς, της κοινωνικής Αριστεράς που μέχρι σήμερα στήριξε και συγκρότησε τον Σύριζα, αλλά ενός άλλου λαού, πιθανότατα μικροαστικής πασοκικής προέλευσης, που θέλει να ξαναδεί τη ζωή του να επανέρχεται στις ράγες μιας κανονικής ζωής χωρίς στερήσεις και χωρίς υποβάθμιση, αλλά και χωρίς μεγάλες ανατροπές. Αυτός ο ιδιόρρυθμος λαός του Κέντρου, εάν υπάρχει ακόμη, θέλει να ανατρέψουμε την μνημονιακή πολιτική αλλά να αφήσουμε άθικτο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Η μετριοπαθής άποψη που κερδίζει έδαφος στο εσωτερικό του κόμματός μας ισχυρίζεται ότι επειδή μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά στις δυνάμεις της Αριστεράς χρειαζόμαστε συμμαχίες στο Κέντρο και για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αναζητήσουμε τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή με αυτόν τον λαό του Κέντρου που θέλει να ανατρέψουμε την μνημονιακή πολιτική αλλά να αφήσουμε ήσυχο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα.

Τα ερωτήματα που θα μπορούσε κάποιος να θέσει σε αυτήν την πολιτική τοποθέτηση είναι πολλά. Θα μπορούσαμε π.χ. να θέσουμε το ερώτημα εάν πράγματι υπάρχει αυτός ο «λαός του Κέντρου» που υποτίθεται ότι διατυπώνει ένα τέτοιο αίτημα (ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής χωρίς να θιγούν οι θεμελιακές ισορροπίες του κεφαλαιοκρατικού συστήματος). Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε ποιά είναι τα σημάδια που αφήνει στη συγκυρία ένας τέτοιος υποτιθέμενος λαός -διότι εάν δεν αφήνει σημάδια, σαν τον Θεό, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι υπάρχει.

Ωστόσο, στο άρθρο αυτό ας περιοριστούμε σε ένα άλλο ερώτημα, ίσως πιο σημαντικό:
Είναι άραγε δυνατή η διόρθωση των επιπτώσεων της μνημονιακής πολιτικής, των ανισοτήτων και των κοινωνικών αδικιών, της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους και της αποδυνάμωσης της δημοκρατίας, χωρίς να τα θέσουμε όλα αυτά επάνω στα πιθανά μονοπάτια μιας μετάβασης προς τον σοσιαλισμό;

Είναι άραγε εφικτό, μια κυβέρνηση κοινωνικής διάσωσης, με κορμό τον Σύριζα, να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχει προκαλέσει η μνημονιακή πολιτική στις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, και μόνον εν συνεχεία να αναλάβει, ως κυβέρνηση της Αριστεράς πλέον, πολιτικό αγώνα για την μετάβαση στον σοσιαλισμό;

Η απάντηση που δίνει το άρθρο αυτό είναι ότι πρόκειται για μία και την αυτή διαδικασία, για μια ενιαία διαδικασία όπου η αποκατάσταση των ζημιών και του κοινωνικού κράτους έχει ως προϋποθέσεις μια σειρά ρήξεων και διαρθρωτικών αλλαγών που εκ των πραγμάτων θα πλήττουν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στον πυρήνα του. Η «κοινωνική διάσωση» είναι εφικτή μόνον ως η εναρκτήρια φάση μιας μετάβασης στον σοσιαλισμό.

Μια γενική θεωρητική αιτιολόγηση της θέσης αυτού του άρθρου, πιθανότατα, δεν θα ήταν αρκούντως πειστική. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να σκεφτούμε, με δύο παραδείγματα, πώς συγκεκριμένα θα μπορούσε να λύσει ορισμένα βασικά προβλήματα μια κυβέρνηση κοινωνικής διάσωσης, και ίσως τότε γίνει αντιληπτό από τους μετριοπαθείς συντρόφους ότι εάν δεν επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις εργαζόμενες τάξεις σε ηγετική δύναμη αυτής της χώρας, εάν δηλαδή δεν βάλουμε πλώρη για τον σοσιαλισμό τώρα, εάν δεν θίξουμε το κεφαλαιοκρατικό σύστημα στον πυρήνα του, καμιά κοινωνική διάσωση δεν είναι εφικτή, και θα καταλήξουμε ακόμη ένα ζόμπι της αριστεράς, ακόμη ένα έκθεμα στο μουσείο των αποτυχημένων αριστερών πειραμάτων διαχείρισης του καπιταλισμού.

Παράδειγμα 1: Η επαναφορά των μισθών του ιδιωτικού τομέα στο επίπεδο του αναγκαίου μισθού

Η κυβέρνηση της Αριστεράς ή της Εθνικής και Κοινωνικής Σωτηρίας θα πρέπει να βασιστεί αναγκαστικά στην ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης προκειμένου να αντιστρέψει την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και να μειώσει το ποσοστό ανεργίας, που είναι ένα μέγεθος στρατηγικής σημασίας, όχι μόνο για τον συσχετισμό δυνάμεων στην αγορά εργασίας, αλλά και για τον συνολικό συσχετισμό στο σύνολο της κοινωνίας. Προφανές σημείο εκκίνησης μιας τέτοιας πορείας θα είναι η ακύρωση της αντεργατικής μνημονιακής νομοθεσίας που άλλαξε τους θεσμούς της αγοράς εργασίας, ευνόησε τους εργοδότες στις διαπραγματεύσεις με τους εργαζόμενους και τους επέτρεψε να μειώσουν θεαματικά τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση στην αγορά εργασίας θα αποσκοπεί στην αποκατάσταση του κατώτατου μισθού στα προηγούμενα επίπεδά του και στην αύξηση του μέσου μισθού στο επίπεδο του αναγκαίου μισθού (δηλαδή του μισθού που επέτρεπε στους εργαζόμενους πριν την κρίση να συντηρηθούν, να αναπαράγονται, να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή και να είναι σεβαστοί από το κοινωνικό τους περιβάλλον), όχι μόνο για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και για την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης που θα πυροδοτήσει την έναρξη μιας διαδικασίας μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.

Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση, όμως, δεν θα είναι καθόλου αρκετή, διότι οι εργοδότες, ακόμη και μετά την ακύρωση των μνημονιακών νόμων, θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τους χαμηλούς μισθούς και τις μεσαιωνικές σχέσεις εργασίας που απολαμβάνουν τώρα. Θα επινοήσουν τρόπους παράκαμψης ή παραβίασης των νόμων, μεταξύ άλλων εκβιάζοντας τους εργαζόμενους με απόλυση σε μια περίοδο δραματικής ανεργίας. Θα χρειαστεί, λοιπόν, εκτός από την ακύρωση των μνημονιακών νόμων, και μια σειρά άλλων παρεμβάσεων, όπως η επανίδρυση της Επιθεώρησης Εργασίας και η στελέχωσή της με αδιάφθορα στελέχη μεγάλου ταξικού σθένους, η νέα νομοθεσία που θα επιβάλει υψηλές ποινές στους εργοδότες που παραβιάζουν τον νόμο ή καταφεύγουν σε άλλες παράνομες πρακτικές, η ενθάρρυνση των εργαζομένων να οργανωθούν σε πρωτοβάθμια σωματεία, η πολιτική και ιδεολογική τους στήριξη για να ανακτήσουν την μαχητικότητά τους, η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, ο συνδικαλιστικός ακτιβισμός στις επιχειρήσεις και άλλα.

Κοινωνική Διάσωση από την μνημονιακή καταστροφή δεν υπάρχει χωρίς να ανατρέψουμε τον συσχετισμό δυνάμεων στην αγορά εργασίας μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, χωρίς να θίξουμε το δικαίωμα του καπιταλιστή να αναρτά στην είσοδο της επιχείρησής του την πινακίδα «Απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία΄, χωρίς να αφήσουμε την δημοκρατία να εισέλθει στον χώρο της επιχείρησης που είναι σήμερα χώρος της προσωπικής δικτατορίας του αφεντικού, χωρίς να αναμορφώσουμε τη νομοθεσία για τον συνδικαλισμό. Αυτά όμως είναι καθήκοντα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς που βάζει τη χώρα σε διαδικασία μετάβασης στον σοσιαλισμό -ένα καθήκον που προφανώς δεν θα ήθελε ούτε θα μπορούσε να αναλάβει μια κυβέρνηση «Εθνικής και Κοινωνικής Σωτηρίας».

Παράδειγμα 2: Η ανταγωνιστικότητα, η διεύθυνση και η οργάνωση της παραγωγής

Οι εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν εξαρτώνται μόνο από τις τιμές και τη ζήτηση στις χώρες προορισμού των ελληνικών εξαγωγών. Το ίδιο ισχύει και για τις εισαγωγές: δεν εξαρτώνται μόνο από τις τιμές και τη ζήτηση στην εγχώρια αγορά. Τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές, επομένως και η διαφορά τους που είναι το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, εξαρτώνται και από την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Τι είναι όμως η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα; Είναι όλοι οι παράγοντες πλην της τιμής και της ζήτησης: οι ανταγωνιστικές επιδόσεις εξαρτώνται από την ποιότητα των προϊόντων, τον γεωγραφικό προσανατολισμό των εξαγωγών προς αναπτυσσόμενες και μεγάλες αγορές, την εξειδίκευση στην παραγωγή προϊόντων για τα οποία η διεθνής ζήτηση είναι μεγάλη και αυξανόμενη, τη φήμη και την εικόνα των προϊόντων, τα εμπορικά δίκτυα που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή των ελληνικών προϊόντων, και άλλα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά.

Η ανάλυση των στοιχείων του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας δείχνει ότι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικά, ανάγονται στην μειωμένη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Με άλλα λόγια, οι μεταβολές των τιμών και της ζήτησης δεν δικαιολογούν την μακροχρόνια επιδείνωση των εξαγωγικών επιδόσεων. Καμία χώρα δεν είναι ικανή να αυξήσει τις εξαγωγές της για προϊόντα για τα οποία μειώνεται η ζήτηση διεθνώς, όσο χαμηλές τιμές και αν έχουν. Ούτε μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές της εάν η ποιότητά τους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των αγορών, ή εάν οι αγορές προορισμού των εξαγωγών βρίσκονται σε μαρασμό. Εάν υπάρχει κακή προσαρμογή των επιχειρήσεων στα χαρακτηριστικά των προϊόντων που ζητούν τώρα οι διεθνείς αγορές, εάν η ποιότητα των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων δεν είναι υψηλή, εάν η κλαδική σύνθεση των εξαγωγών δεν προσαρμόζεται στη σύνθεση του διεθνούς εμπορίου, εάν με δυο λόγια η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα είναι μειωμένη, τότε ο υπεύθυνος δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν που οργανώνει και διευθύνει την παραγωγή, είτε σε επίπεδο επιχείρησης, είτε σε επίπεδο συνολικής οικονομίας. Δεν μπορεί να είναι άλλος από την κοινωνική τάξη των κεφαλαιοκρατών, από τους μάνατζερ, από την ανώτατη και ανώτερη γραφειοκρατία των υπουργείων που σχετίζονται με την οικονομία και την ανάπτυξη, από τους καθεστωτικούς οικονομολόγους που «αποδεικνύουν» ακατάπαυστα ότι για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα αρκεί να μειωθεί το κόστος εργασίας.

Η παραγωγική αναδιάρθρωση που επαγγέλλεται ο Σύριζα δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη της αυτό το θεμελιώδες δεδομένο:

Κεφαλαιοκράτες, στελέχη επιχειρήσεων, γραφειοκράτες, καθεστωτικοί οικονομολόγοι και πολιτικοί, αποδεικνύουν καθημερινά, επί δεκαετίες, ότι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να διευθύνουν και να οργανώσουν την παραγωγή με τρόπο τέτοιο ώστε να βελτιωθεί η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Θέλουν χαμηλούς μισθούς, χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και εισόδημα υψηλό. Επιμένουν δε σε αυτήν την απαίτησή τους παρά τις συνεχείς αποτυχίες στον εξαγωγικό τομέα.

Πολλοί σύντροφοι στον Σύριζα, και κυρίως στους άλλους χώρους της ελληνικής Αριστεράς, πιστεύουν ότι η ανταγωνιστικότητα δεν είναι δικό μας θέμα, αλλά ότι είναι θέμα της επιχειρηματικής τάξης. Στους κόλπους του ΚΚΕ δε, θεωρείται εσχάτη ταξική προδοσία ακόμη και η επιστημονική έρευνα γύρω από το ζήτημα αυτό. Ιδού, λοιπόν, σε ποιό σημείο φτάνουμε σήμερα, όταν η ανταγωνιστικότητα επαφίεται στις διαθέσεις της τάξης των κεφαλαιοκρατών: Προτιμούν να ασκούν μια πολιτική της φτώχειας που καταβαραθρώνει το επίπεδο διαβίωσης των μισθωτών στο σημερινό χαμηλό επίπεδο των εξαγωγών, αντί να αυξάνει το επίπεδο των εξαγωγών στο επίπεδο του αναγκαίου μισθού, του δίκαιου μισθού, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την κρίση.

Προκειμένου οι εργαζόμενες τάξεις στην Ελλάδα να ξαναβρούν το προηγούμενο επίπεδο διαβίωσής τους, τον «αναγκαίο μισθό», τον δίκαιο μισθό, αυτόν που τους επέτρεπε πριν την κρίση να συντηρηθούν, να αναπαράγονται, να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή και να είναι είναι σεβαστοί από το κοινωνικό τους περιβάλλον, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να βελτιωθεί, και μάλιστα κατά πολύ ώστε να μπορεί να στηρίξει το επίπεδο διαβίωσης που είχαμε πριν την κρίση. Όταν η κυβέρνηση της Αριστεράς ή της Κοινωνικής Διάσωσης θα έχει αλλάξει την εργατική νομοθεσία, όταν θα έχει επανιδρύσει την Επιθεώρηση Εργασίας ώστε να ελέγχει τους εργοδότες, όταν οι δικές μας δυνάμεις θα έχουν οργανωθεί σε νέα, αγωνιστικά, εργατικά συνδικάτα, δηλαδή όταν θα  έχει αρχίσει η αύξηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και η ευνοϊκή τους επίπτωση στην μεγέθυνση του ΑΕΠ θα έχει εκδηλωθεί, η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αύξησης των εισαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών) προκειμένου να διατηρήσει βαθμούς ελευθερίας έναντι των πιστωτών. Για να το επιτύχει αυτό βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, διαθέτει ικανά εργαλεία, όπως, μεταξύ άλλων, την αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των πιο εύπορων τάξεων που είναι οι μεγάλοι «εισαγωγείς» καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Μακροπρόθεσμα όμως θα πρέπει η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα να βελτιωθεί κατά πολύ.

Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει αυτές οι ίδιες οι εργαζόμενες τάξεις να πάρουν στα χέρια τους την διεύθυνση και την οργάνωση της παραγωγής. Θα πρέπει να γίνουν οι ηγετικές δυνάμεις της χώρας, να πραγματοποιήσουν αυτές οι ίδιες την παραγωγική αναδιάρθρωση που χρειαζόμαστε, να διευθύνουν και να οργανώσουν την παραγωγή με τέτοιο τρόπο ώστε να βελτιωθεί η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Εάν δεν μπορούν οι κεφαλαιοκράτες, μπορούμε εμείς! Κάθε επιχείρηση που εγκαταλείπεται από τα αφεντικά πρέπει να περνάει στα χέρια των εργαζομένων. Οι προϋποθέσεις δεν είναι λίγες: θα πρέπει να υπάρξει συνδικαλιστική, νομική, ιδεολογική, ηθική, πολιτική και επιστημονική στήριξη των εργαζομένων που θα θελήσουν να πάρουν στα χέρια τους τις ορφανές επιχειρήσεις. Μετά, για την επιτυχία του εγχειρήματος, θα πρέπει να υπάρξει προώθηση νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας που θα υπερβαίνουν τα τυπικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά της εργασίας (ειδικευμένη/ ανειδίκευτη εργασία, εκτέλεση/ διεύθυνση, διανοητική/χειρωνακτική εργασία, ιεραρχικές σχέσεις, δεσποτισμός και αδιαφάνεια κλπ).

Κοινωνική Διάσωση από την μνημονιακή καταστροφή δεν υπάρχει χωρίς να θίξουμε τα ιερά και τα όσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: το δικαίωμα του καπιταλιστή να διευθύνει εκείνος και μόνον εκείνος την παραγωγή, να την οργανώνει και να καρπώνεται τα οφέλη, να αποφασίζει τι και πώς θα παράγουμε εμείς, οι άμεσοι παραγωγοί, για λογαριασμό του και προς όφελός του. Αυτό όμως, μπορεί και πρέπει να γίνει από την κυβέρνηση της Αριστεράς -ένα καθήκον που προφανώς δεν θα ήθελε ούτε θα μπορούσε να αναλάβει μια κυβέρνηση «Εθνικής και Κοινωνικής Σωτηρίας».

Κοινωνική διάσωση μπορεί να υπάρξει μόνο στον δρόμο προς τον σοσιαλισμό

Αυτά τα δύο παραδείγματα και πολλά άλλα ακόμη, που δεν τα συζητάμε, μάς δείχνουν ότι οι ταξικές μάχες που θα χρειαστούν για να επιτύχουμε όσα περιλαμβάνονται στην έννοια της «κοινωνικής σωτηρίας», δεν μπορούν να ενταχθούν στο σχέδιο μιας Κυβέρνησης Κοινωνικής Σωτηρίας, ενώ αντιθέτως αποτελούν απαραίτητα στοιχεία ενός προγράμματος μετάβασης στον σοσιαλισμό. Κοινωνική διάσωση μπορεί να υπάρξει μόνο στον δρόμο προς τον σοσιαλισμό.

Δεν μπορεί να υπάρξει πρώτα ένα ιστορικό στάδιο Κοινωνικής Σωτηρίας, και αφού ολοκληρωθεί, να υπάρξει ένα άλλο ιστορικό στάδιο, αυτό της μετάβασης στον σοσιαλισμό. Μια τέτοια αντίληψη μάς φέρνει πίσω στην σταλινική θεωρία των σταδίων, στον θεωρητικό πρωτογονισμό.

Οι στόχοι μας, οι βραχυπρόθεσμοι και οι μακροπρόθεσμοι, οι τακτικοί και οι στρατηγικοί, βρίσκονται πάνω στο ίδιο ιστορικό μονοπάτι, είναι στοιχεία μίας ενιαίας διαδικασίας. Οι πρώτες μάχες θα προαναγγέλουν τον προορισμό, θα τον προετοιμάζουν, και θα είναι νικηφόρες μόνο με αυτήν την προϋπόθεση.

Ολιγαρχίες ελέω ψήφου

Ολιγαρχίες ελέω ψήφου

Ημερομηνία: 27/11/2012

 

Του Περικλή Κοροβέση

 

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει αρχίσει μια γόνιμη συζήτηση κατά πόσο η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είναι δημοκρατία και όχι ολιγαρχία. Παράλληλα, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η Άμεση Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί σήμερα και κάτω από ποιες συνθήκες. Και πριν μπούμε στο κυρίως θέμα μας, ας απορρίψουμε ένα μύθο που σχεδόν έχει γίνει μια ιστορική βεβαιότητα. Οι δυτικές δημοκρατίες διεκδικούν τις ρίζες τους στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Το πολίτευμα της Αθήνας πέθανε με την έλευση των Μαδεδόνων και μέχρι στιγμής δεν έχει αναστηθεί. Ακόμα και το όνομα Δημοκρατία είχε ξεχαστεί. Οι Ρωμαίοι το αντικατέστησαν με το Res- Publica που δεν είχε ούτε το περιεχόμενο ούτε τη λειτουργία της αρχαίας Αθήνας.

Η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει ληξιαρχική πράξη γέννησης. Είναι μόνο τρεισήμισι αιώνων και γεννήθηκε στην Αγγλία του Κρόμγουελ. Και όταν μόνη της για ενάμισι περίπου αιώνα, μέχρι να έρθουν οι επαναστάσεις στην Αμερική και τη Γαλλία, που επεξεργάστηκαν η κάθε μια αυτό το μοντέλο με το δικό της τρόπο. Πάνω σε αυτά τα μοντέλα στηρίχθηκε το σύγχρονο μοντέλο του κοινοβουλευτισμού, που ήταν άγνωστο στην Αθήνα και αντίθετο με τις πολιτειακές αρχές της.

Η έννοια του κράτους στην άμεση δημοκρατία δεν υπήρχε και κυβερνούσε συλλογικά ο Δήμος, ενώ στον κοινοβουλευτισμό κυβερνάει το κράτος ερήμην των πολιτών. Και μπορεί τα πρώτα κοινοβούλια της ανθρωπότητας να ήταν μεγάλες επαναστάσεις, όσο και αν είχαν από τη γέννα τους το στοιχείο της εξουσίας μιας τάξης επάνω σε μια άλλη τάξη και το στοιχείο ανισότητας είχε διατηρηθεί ανέπαφο από την εποχή της φεουδαρχίας.

Κατά συνείδηση ή κατά τη γραμμή;

Τι γίνεται με το δικό μας κοινοβούλιο; Λειτουργεί όπως το κλασικό ή είναι διακοσμητικό, για να δίνει δουλειά σε επαγγελματίες που όλοι μοιάζουν και όλοι φορούν τα ίδια. Ο κανονισμός της Βουλής λέει πως ο βουλευτής ψηφίζει κατά συνείδηση. Όποιος όμως το κάνει, διαγράφεται αυτομάτως από το κόμμα του. Δηλαδή τα ίδια εκλεγμένα κόμματα καταργούν τη λειτουργία της Βουλής. Με τους νόμους και τα μνημόνια που ψηφίζονται, δεν μετράει η κρίση του βουλευτή, αλλά η εντολή του αρχηγού. Από τη συμπολίτευση, οι πιστοί στον αρχηγό δεν τα διαβάζουν ποτέ. Για να πας μπροστά, μετράει το «μάλιστα, αρχηγέ».

Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, όσο και να είναι η κριτική σωστή και τεκμηριωμένη, δεν λαμβάνεται ποτέ υπόψη. Και συχνά μιλούν σε άδεια καθίσματα. Κατά κανόνα τα έδρανα της Βουλής είναι άδεια. Υπάρχουν μόνο το προεδρείο και οι κλητήρες, που είναι και οι μόνοι που παρακολουθούν όλες τις αγορεύσεις. Όσο αφορά τώρα το χειρόγραφο λόγο που απαγορεύεται, κατά κανόνα όλοι χρησιμοποιούν χειρόγραφο. Και αυτό δεν γίνεται για να αποφευχθούν τα λάθη.

Είναι για να μη να φύγεις από τη γραμμή. Υπάρχουν περιπτώσεις βουλευτών που το κόμμα τούς δίνει το λόγο τους την τελευταία στιγμή και τον διαβάζουν πρίμα βίστα. Και έτσι οι βουλευτές, αντί να αγορεύουν και να επιχειρηματολογούν, μετατρέπονται σε ηθοποιούς που διαβάζουν το ρόλο. Περιττό να πούμε πως υπάρχουν βουλευτές που στη διάρκεια της θητείας τους ανοίγουν το στόμα τους μόνο για να παραγγείλουν καφέ στο κυλικείο. Ποτέ μέσα στην αίθουσα της Βουλής.

Πού βρίσκεται το κέντρο των αποφάσεων;

Αυτή η λειτουργία της Βουλής μαρτυράει και κάτι άλλο. Το κοινοβούλιο δεν είναι κέντρο εθνικών αποφάσεων. Απλά επικυρώνει αποφάσεις που έχουν παρθεί στα πραγματικά κέντρα εξουσίας. Στην ΕΕ της Μέρκελ, στο ΔΝΤ και στην Ουάσιγκτον. Η όλη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας είναι η ίδια με οποιαδήποτε πολιτεία των ΗΠΑ. Αν η Ελλάδα είχε δική της εθνική πολιτική, θα μπορούσε να έκανε ανοίγματα και σε άλλες χώρες που μπαίνουν στη διεθνή σκακιέρα δυναμικά με ανερχόμενες οικονομίες: Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία. Αλλά αυτό απαγορεύεται. Θα μπορούσε να είχε μια δική της πολιτική με τον αραβικό κόσμο και όχι αυτή του Ισραήλ. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι παλαιάς κοπής, που κατηγορούν τους Σαμαρά, Βενιζέλο, Κουβέλη ως υποτελείς.

Δεν έχουν καταλάβει πως για να παίξεις κάποιο κεντρικό ρόλο σε χώρες σαν τη δική μας, πρέπει να έχεις πάρει άριστα στην υποτέλεια. Δεν είδαμε όλοι τι αγώνα έκανε ο Κουβέλης για να περάσει αυτές τις εξετάσεις; Και τα κατάφερε μια χαρά. Δεν αποκλείεται να τον δούμε και πρωθυπουργό. Αν τα καταφέρει να δημιουργήσει ένα δεύτερο εναλλακτικό πόλο εξουσίας με τον Βενιζέλο, τότε είναι όλα ανοιχτά. Το σύστημα χρειάζεται ρεζέρβες.

Στη φιλελεύθερη ολιγαρχία

Για τον Καστοριάδη η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μια φιλελεύθερη ολιγαρχία. Τα ολιγαρχικά καθεστώτα σε όλες τις εποχές ήταν μια μικρή κάστα πλουσίων, που έπαιρνε αποφάσεις μόνο για τα δικά της συμφέροντα. Και αυτό σήμαινε νόμους και διατάγματα που στρεφόντουσαν εναντίον του συνόλου της κοινωνίας. Και αυτό γίνεται και τώρα στην Ελλάδα. Οι μονάρχες και οι αυτοκράτορες ήταν «ελέω θεού», ενώ οι σημερινοί ολιγάρχες είναι «ελέω ψήφου». Η Άρεντ υποστηρίζει πως το ιδανικό άτομο για τον ολοκληρωτισμό δεν είναι ούτε ο πεπεισμένος ναζί, ούτε ο πεπεισμένος κομμουνιστής, αλλά ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας (δηλαδή αγνοεί την πραγματικότητα της εμπειρίας) και μεταξύ αλήθειας και ψεύδους (δηλαδή αγνοεί τους κανόνες της σκέψης).

Έτσι έχουμε τον άνθρωπο που άγεται και φέρεται, είναι αδρανής και πάντα περιμένει να τον σώσει κάποιος άλλος. Αρχηγός ή κόμμα δεν έχει σημασία. Και εδώ έχουμε τη φωτογραφία του ψηφοφόρου που απέχει από τα κοινά, κοιτάζει μόνο το δικό του συμφέρον όπως το καταλαβαίνει αυτός, δηλαδή κατανάλωση και μια φορά στα τέσσερα χρόνια πηγαίνει και ψηφίζει. Με άλλα λόγια η δημοκρατία δια αντιπροσώπου, προϋποθέτει αδρανή πολίτη στην ίδια αντιστοιχία με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Πόσοι είναι οι «αχρείοι»

Στον «Επιτάφιο» του Περικλή, ένας τέτοιος πολίτης χαρακτηρίζεται «αχρείος» δηλαδή άχρηστος. Πόσους τέτοιους ψήφους να πήρε, άραγε, ο ΣΥΡΙΖΑ; Ποιος κατασκευάζει τέτοιους άχρηστους πολίτες; Παλιότερα ήταν η Εκκλησία. Σήμερα, είναι κυρίως, η TV και τα ΜΜΕ. Και τα διαπιστώσαμε για μία ακόμα φορά στις προεκλογικές περιόδους. Το ψέμα και η μυθοπλασία στις εκλογές του Ιουνίου ανέβασε το ποσοστό της ΝΔ κατά 11 περίπου μονάδες. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε τι μπορούν να κάνουν οι 71 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή; Να μιλούν ματαίως στα άδεια έδρανα; Τα πράγματα αποκτούν σημασία από τον τρόπο που τα χρησιμοποιείς. Και η Βουλή μπορεί να γίνει το βήμα του ΣΥΡΙΖΑ και να απευθυνθεί στην κοινωνία και αυτή θα τον ακούσει. Με ποιο τρόπο;

Σχηματίζοντας μια κυβέρνηση μέσα στην αντιπολίτευση. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Σε κάθε νομοσχέδιο να υπάρχει ένα άλλο νομοσχέδιο που θα ψηφιστεί όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει κυβέρνηση. Και δεν είναι μόνο τα νομοσχέδια. Είναι όλα όσα κάνει μια κυβέρνηση. Από την ελάχιστη λεπτομέρεια μέχρι τα μείζονα θέματα. Αυτά πρέπει να δεσμευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ με την «αντικυβέρνησή» του να κάνει. Να αποδείξει έμπρακτα πώς μπορεί να κυβερνήσει.

Τι να κάνουμε

Οι βουλευτές πρέπει να ξεχυθούν στην κοινωνία, να πιάσουν το σφυγμό του κόσμου, να ενισχύσουν τα κινήματα και να φέρουν τα προβλήματά του στη Βουλή. Από τη δική μου εμπειρία ξέρω πως τέτοιες πρωτοβουλίες ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα του κόσμου και με τις κινητοποιήσεις τους μπορεί να λύσουν διάφορα προβλήματα, μικρής ή μεγάλης κλίμακας.

Αυτά όλα αν τα πράγματα πάνε κανονικά. Αλλά θα πάνε, όμως, όταν η καταστροφή αυτής της χώρας προχωράει με τέτοιους ρυθμούς και μπορεί από ένα τυχαίο γεγονός να δημιουργηθεί ένας Δεκέμβρης του 2008 και το κοινωνικό τσουνάμι μπορεί να παρασύρει τα πάντα; Οι κοινωνικές θύελλες δεν είναι τυφώνες που προαναγγέλουν την άφιξή τους Ούτε αναγγέλλουν τηλεγραφικώς τον ερχομό τους. Αυτός που τις περιμένει πρέπει να είναι έτοιμος όχι για να τις καθοδηγήσει, αλλά για να δώσει προοπτική σε βάθος χρόνου και τα κινήματα να αποκτήσουν αποτελεσματικότητα και διάρκεια.

Είδαμε πιο πάνω πως λειτουργεί το Κοινοβούλιο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση χωρίς να στηρίζεται σε ισχυρότατο λαϊκό κίνημα και όχι ψηφοφορικό, τότε έχει δύο προοπτικές: ή να συμβιβαστεί και να μετατραπεί από Αριστερά του 21ου αιώνα σε ΠΑΣΟΚ του 21ου αιώνα, ή να προχωρήσει στην εφαρμογή του προγράμματός του, όπου θα αντιμετωπίσει ένα βάρβαρο πόλεμο υψηλής έντασης και με πολλούς κινδύνους και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Και αν πάρουμε το σενάριο πως η Χρυσή Αυγή θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση, τότε τα τάγματα εφόδου θα λειτουργήσουν και μέσα στη Βουλή. Ακόμα, η καταστροφή που έχει επιτελεστεί από τα ανδρείκελα της Μέρκελ είναι τόσο μεγάλη που δεν γίνεται να διορθωθεί άμεσα. Γι’ αυτό χρειάζεται από την επομένη των εκλογών να ανακουφιστούν οι φτωχοί, οι άνεργοι και οι άστεγοι, όπως και οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι χαμηλόμισθοι.

Πρόσφατα ο Ντράγκι, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δήλωσε πως καμία χώρα δεν έχει το δικαίωμα να μην υπακούσει στις υποδείξεις της τρόικας. Τον Ντράγκι δεν τον έχει εκλέξει κανένας. Ούτε η ΕΚΤ ελέγχεται από κάποιο ευρωπαϊκό όργανο. Και όμως μπορούν και καταργούν την κυριαρχία εκλεγμένων εθνικών κυβερνήσεων.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα EΠΟΧΗ

Αριστερά και μισθοί των υπαλλήλων της Βουλής.

Είναι δυνατόν ΣΥΡΙΖΑ και Αν. Έλληνες να σκίζουν τα ρούχα τους για την τροπολογία που εξομοιώνει τους υπαλλήλους της Βουλής με τους υπόλοιπους Δημόσιους Υπαλλήλους;

Είναι δυνατόν, τέτοιες ώρες, να συζητάμε για τους μισθούς των υπαλλήλων της Βουλής;
Συντεχνιακή Αριστερά και Δεξιά !!

Μ’ αυτά και μ’ αυτά φουσκώνουν τα πανιά των Χρυσαύγουλων.

Και μιας και μιλάμε για ισότητα και ενότητα των εργαζομένων διαβάστε και εδώ.

Μία μόνο μπορεί να είναι η απάντηση:

Ισότητα, Δημοκρατία, τώρα, για όλους.